11 Οκτωβρίου 2018

Παγκόσμια Ημέρα Όρασης (κατά της Τύφλωσης): πληθυσμιακά στατιστικά και ο ρόλος του οπτομέτρη




Η Παγκόσμια Ημέρα Όρασης (κατά της Τύφλωσης) εορτάζεται τη δεύτερη Πέμπτη κάθε Οκτωβρίου, με πρωτοβουλία της Διεθνούς Επιτροπής για την Πρόληψη της Τύφλωσης, σε συνεργασία με την Παγκόσμια Οργάνωση Υγείας (WHO). Στόχος των δύο οργανώσεων είναι να στρέψουν το παγκόσμιο ενδιαφέρον στο πρόβλημα της τύφλωσης και τις επιπτώσεις του στον πάσχοντα πληθυσμό και στη δημόσια υγεία.

Σύμφωνα με την Παγκόσμιo Οργανισμό Υγείας (WHO), ο αριθμός των «νομικά τυφλών», δηλαδή των ασθενών με μείωση στην οπτική οξύτητα μεγαλύτερη από 95%, υπολογίζεται σε 39 εκατομμύρια ενώ έξι φορές μεγαλύτερος (246 εκατομμύρια) είναι ο αριθμός των ανθρώπων με διαταραχές στην όραση βαριάς ή ήπιας μορφής οι οποίοι χαρακτηρίζονται ως ασθενείς με χαμηλή όραση. Ο όρος «χαμηλή όραση» δεν περιγράφει μία συγκεκριμένη πάθηση και δεν ταυτίζεται με την «τύφλωση»: το «χαμηλή» σημαίνει ότι η όραση αυτών των ασθενών είναι χαμηλότερη της φυσιολογικής (κατά ~ 70%) ενώ το «όραση» προσδιορίζει ότι οι ασθενείς με «χαμηλή όραση» δεν είναι τυφλοί. H απώλεια της όρασης είναι συνήθως προοδευτική και πλήττει μια μεγάλη κατηγορία συνανθρώπων μας, όχι μόνο άτομα τρίτης ηλικίας, αλλά επίσης ανθρώπους σε παραγωγική ηλικία ακόμα και μικρά παιδιά που αδυνατούν να εκπληρώσουν τις σχολικές τους δραστηριότητες.

Πληθυσμιακά στατιστικά και δεδομένα

Συστηματική ανάλυση δεδομένων που συλλέχθηκαν σε διάστημα εικοσαετίας σε παγκόσμιο επίπεδο και παρουσιάστηκε πρόσφατα από την ομάδα εμπειρογνωμόνων στην «τύφλωση» (the Vision Loss Expert Group)κατέληξε στα εξής ευρήματα: Οι κύριες αιτίες «τύφλωσης» παγκοσμίως, από το 1990 έως το 2010 ήταν ο καταρράκτης (36%), τα διαθλαστικά σφάλματα (μη διορθωμένα με γυαλιά ή φακούς επαφής) (20.5%) και η εκφύλιση της ωχράς κηλίδας (6%). Με διαφορετική ιεραρχία εμφανίζονται οι κύριες αιτίες διαταραχών όρασης βαριάς ή ήπιας μορφής, που οδηγούν στη χαμηλή όραση, όπου τα διαθλαστικά σφάλματα αποτελούν την πρώτη αιτία (52%), ενώ ακολουθούν ο καταρράκτης (22%) και η εκφύλιση της ωχράς κηλίδας (2.5%). Αν και οι αιτίες της τύφλωσης διαφέρουν σημαντικά ανά περιοχή, σε παγκόσμιο επίπεδο και σε κάθε γεωγραφική περιοχή, οι γυναίκες εμφανίζουν μεγαλύτερα ποσοστά τύφλωσης ή διαταραχές όρασης βαριάς ή ήπιας μορφής.

Μέχρι πρόσφατα, ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας δεν συμπεριλάμβανε το «μή-διορθωμένο» διαθλαστικό σφάλμα στους αιτίες «τύφλωσης» και είναι εμφανές ότι τα μεγάλα ποσοστά εμφάνισής του, όπως και αυτά του καταρράκτη, οφείλονται στην έλλειψης πρόσβασης σε υπηρεσίες πρωτοβάθμιας / οπτομετρικής και δευτεροβάθμιας / οφθαλμολογικής περίθαλψης σε πολλές περιοχές του πλανήτη (π.χ. Αφρική) αλλά δυστυχώς τελευταία, λόγω της παρατεταμένης οικονομικής κρίσης, και στον Δυτικο-Ευρωπαϊκό κόσμο.

Στον δυτικο-Ευρωπαικό κόσμο τα αίτια παρουσιάζουν κάπως διαφορετική κατανομή. Πρόσφατη δημογραφική μελέτη στη Μ. Βρετανία2 έδειξε ότι οι κυριότερες παθήσεις για περιστατικά που έλαβαν βεβαίωση τυφλότητας μεταξύ 1 Απριλίου 2009 και 31 Μαρτίου 2010, αποτέλεσαν οι κληρονομούμενες παθήσεις του αμφιβληστροειδή (20.2%), όπως η μελαγχρωστική αμφιβληστροειδοπάθεια και η νόσος του Stargardt, η διαβητική αμφιβληστροειδοπάθεια (14.4%) και περιστατικά ατροφίας του οπτικού νεύρου (14.1%). Οι παθήσεις της ωχράς κηλίδας και το γλαύκωμα, μπορεί να συγκεντρώνουν μικρότερα ποσοστά, 7.3% και 8.6% αντίστοιχα, αλλά αποτελούν διαταραχές όρασης βαριάς ή ήπιας μορφής και συνήθως οδηγούν σε χαμηλή όραση και όχι σε «νομική τύφλωση».

Αν κι εκτιμάται ότι το 65% από τα 39 εκατομμύρια τυφλών και το 76% από τα 246 εκατομμύρια ανθρώπων με διαταραχές όρασης βαριάς ή ήπιας μορφής θα μπορούσαν να προληφθούν ή να θεραπευθούν σε πρώιμα στάδια εκδήλωσής τους, στις περισσότερες περιπτώσεις η χαμηλή όραση είναι σπάνια αναστρέψιμη, ενώ δεν επιτυγχάνεται σημαντική βελτίωση με τη χρήση συμβατικών μεθόδων διόρθωσης, όπως με γυαλιά οράσεως και φακούς επαφής, ή με χειρουργική επέμβαση.

Βοηθήματα αποκατάστασης χαμηλής όρασης και ο ρόλος του οπτομέτρη

Οι ανωτέρω παθήσεις συνήθως μειώνουν την ποιότητα της κεντρικής όρασης του ασθενή, δυσκολεύοντας βασικές ικανότητες όρασης, όπως η ανάγνωση και η αναγνώριση προσώπων, και σε ορισμένες περιπτώσεις και την περιφερική όραση, που είναι σημαντική στην ανίχνευση αντικειμένων και πιθανών κινδύνων και στον προσανατολισμό μας στον χώρο, ιδιαίτερα σε χαμηλές συνθήκες φωτισμού.

O συνηθέστερος τρόπος για να διευκολυνθεί ο ασθενής με χαμηλή όραση είναι η μεγέθυνση η οποία επιτυγχάνεται με απλές καθημερινές λύσεις όπως ο εξοπλισμός του σπιτιού με αντικείμενα λειτουργικού μεγέθους (πχ. μεγάλα ρολόγια, τηλεοράσεις, καθρέπτες κτλ), είτε με διόρθωση του χρήστη με ισχυρούς συγκλίνοντες φακούς οράσεως ώστε να πλησιάζει πολύ κοντά το αντικείμενο ενδιαφέροντος. Η αποτελεσματικότερη λύση είναι η χρήση μεγεθυντών εικόνας ποικίλων μορφών ενώ ευρεία είναι η χρήση τηλεσκοπικών συστημάτων για μονόφθαλμη συνήθως χρήση, προσαρμοσμένα ή μή σε σκελετό οράσεως αλλά και ηλεκτρονικά συστήματα που σαρώνουν το κείμενο ενδιαφέροντος ενώ παράλληλα το προβάλλουν μεγεθυμένο (έως και 50 φορές) σε συνδεδεμένη οθόνη στην τηλεόραση ή σε φορητή συσκευή.







Είναι γνωστό, επίσης, ότι λόγω της γήρανσης το φως που φτάνει στον αμφιβληστροειδή μειώνεται σημαντικά. Είναι αναμενόμενο, επομένως, να απαιτείται περισσότερο φως για την διεκπεραίωση ορισμένων καθημερινών δραστηριοτήτων, κυρίως στα άτομα με χαμηλή όραση. Για την ενίσχυση του φωτός, διατίθενται σήμερα ειδικές συσκευές ελεγχόμενου φωτισμού με LED που προσαρμόζονται στην υπάρχουσα διόρθωση του χρήστη και διευκολύνουν κοντινές δραστηριότητες όπως ανάγνωση οδηγιών σε μικρά μπουκάλια ή φάρμακα, βίδωμα, πλέξιμο κλπ. Αντιθέτως, σε περιπτώσεις φωτοφοβίας, για τον περιορισμό του ενοχλητικού φωτός, εκτός από τη χρήση ειδικών απορροφητικών γυαλιών ηλίου σε εξωτερικούς χώρους, μπορούν να χρησιμοποιηθούν φακοί με ειδικά απορροφητικά φίλτρα σε εσωτερικούς χώρους ώστε να ελαττώσουν το θάμβος από τη διάχυση του φωτός στον οφθαλμό.


Επίσης, είναι απαραίτητο να κατανοήσουμε ότι τις περισσότερες φορές οι ασθενείς με σχετικά καλή όραση (~30% όραση) είναι πιο αναστατωμένοι και απογοητευμένοι από εκείνους με σοβαρή απώλεια όρασης (~10% όραση), οι οποίοι συνήθως έχουν παρατήσει κάθε δραστηριότητα που απαιτεί λειτουργική όραση. Για αυτό είναι απαραίτητο οι ασθενείς με χαμηλή όραση να ενημερώνονται για τα βοηθήματα από εξειδικευμένους οπτομέτρες και να εξοικειώνονται για τις ιδιαιτερότητές τους πριν απωλέσουν μεγάλο ποσοστό της όρασής τους, ώστε η χρήση τους να επιφέρει τη μέγιστη απόδοση. Τα βοηθήματα χαμηλής όρασης εκτός από εργαλεία ρουτίνας στην καθημερινότητα των ανθρώπων με μειωμένη όραση, αποτελούν μέρος της συνολικής διαδικασίας αποκατάστασης της εναπομείνουσας λειτουργικής όρασης, ιδιαίτερα στις περιπτώσεις όπου δεν υπάρχει βελτίωση από χειρουργική ή φαρμακευτική θεραπεία.

Ο ρόλος του οπτικού-οπτομέτρη είναι απαιτητικός και οπωσδήποτε δε σταματάει στην πώληση μιας εξελιγμένης συσκευής. Δεν είναι λίγες οι περιπτώσεις ασθενών που αγοράζουν βοηθήματα ¨υψηλού κόστους¨ χωρίς να καταφέρουν να τα χρησιμοποιήσουν ποτέ. Σε τοπικό επίπεδο, τόσο η συνεργασία οπτικών-οπτομετρών, οφθαλμιάτρων, κοινωνικών λειτουργών και άλλων επαγγελματιών που σχετίζονται με προβλήματα όρασης για την ανάπτυξη μιας κοινής στρατηγικής, όσο και η επικοινωνία με φορείς και συλλόγους που απαρτίζονται από άτομα με χαμηλή όραση (πχ. Ένωση Αμφιβληστροειδοπαθών, Σύνδεσμοι Τυφλών) είναι επιτακτική για την αφύπνιση των πασχόντων που έχουν εγκαταλείψει κάθε προσπάθεια αποκατάστασης της εναπομείνουσας όρασής τους. Κοινός στόχος όλων θα πρέπει να είναι η κινητοποίηση του ίδιου του ασθενούς με χαμηλή όραση, όσο και του περιβάλλοντός του, για την κατάκτηση της «σταθερότητας» της όρασής του και την κατάλληλη προετοιμασία του για πιθανή «ύφεση» αυτής.


Βιβλιογραφία
1. Bourne RRA, Stevens GA, White RA, Smith JL, Flaxman SR, Price j, Jonas JB, Keeffe G, Leasher J, Naidoo K, Pesudovs K, Resnikoff S, Taylor HR, on behalf of the Vision Loss Expert Group (2013). Causes of vision loss worldwide, 1990–2010: a systematic analysis. Lancet Glob Health 2013; 1: e339–49.

2. Liew G, Michaelides M, Bunce C (2014). A comparison of the causes
 of blindness certifications in England and Wales in working age adults (16–64 years), 1999–2000 with 2009–2010. BMJ Open 2014;4:e004015.

11 Ιουλίου 2018

Θερινό Σχολείο στην Οπτική της Όρασης: τι πρέπει να γνωρίζουμε για τους φακούς επαφής

Το 13ο Θερινό Σχολείο στην Οπτική της Όρασης (Aegean Summer School in Visual Optics) διοργανώθηκε το τριήμερο 7-9 Ιουλίου στο Ηράκλειο Κρήτης από το εργαστήριο Οπτικής και Όρασης του Πανεπιστημίου Κρήτης με οργανωτή τον καθηγητή Ιωάννη Παλλήκαρη την αμέριστη υποστήριξη της Περιφέρειας Κρήτης και σημαντικούς προσκεκλημένους ομιλητές.

Το πρόγραμμα εστίασε στις σύγχρονες τεχνικές διόρθωσης της πρεσβυωπίας με μια ολόκληρη μέρα να είναι αφιερωμένη στους φακούς επαφής, που εδώ και 50 χρόνια αποτελούν μια αξιόπιστη λύση στη διόρθωση των διαθλαστικών σφαλμάτων του οφθαλμού. Οι φακοί επαφής, σύμφωνα με τον Σωτήρη Πλαΐνη, οπτομέτρη κι ερευνητή στο Πανεπιστήμιο Κρήτης και συνδιοργανωτή του Θερινού Σχολείου, έχουν κερδίσει επάξια μια σημαντική θέση στο χώρο της διόρθωσης της μυωπίας, του αστιγματισμού και της πρεσβυωπίας, με αποτέλεσμα 25 εκατομμύρια άνθρωποι στην Ευρώπη και περίπου 350 χιλιάδες στην Ελλάδα να τους χρησιμοποιούν, συνήθως σε καθημερινή βάση. Κατά τη διάρκεια των τελευταίων 50 ετών έχουν πραγματοποιηθεί σημαντικές εξελίξεις ως προς τα υλικά, το σχεδιασμό και τη συχνότητα αντικατάστασής τους, οι οποίες έχουν οδηγήσει σε σημαντική μείωση πιθανών μακροχρόνιων επιπλοκών, προσφέροντας μεγαλύτερη άνεση, ασφαλέστερη χρήση και ευκρινέστερη όραση για ένα μεγάλο ποσοστό του πληθυσμού.

Ο Phil Morganκαθηγητής Οπτομετρίας και επικεφαλής της Eurolens Research στο Μάνστεστερ, ενός από τα μεγαλύτερα ερευνητικά κέντρα στον κόσμο, αναφέρει ότι αν και πολλοί άνθρωποι αγαπούν να φορούν γυαλιά, οι φακοί επαφής προσφέρουν έναν πιο φυσικό τρόπο διόρθωσης της όρασης, εξασφαλίζοντας όραση 360°, η οποία είναι απεριόριστη, σε αντίθεση με τον περιορισμό του οπτικού πεδίου από τον σκελετό κατά τη χρήση των γυαλιών. Επίσης μπορούν να χρησιμοποιηθούν πιο εύκολα σε αθλήματα και σε επαγγέλματα με συνεχείς απαιτήσεις όρασης, ενώ δεν θολώνουν ή βρέχονται και είναι αισθητικά πιο ελκυστικοί - δεν γνωρίζουμε, για παράδειγμα, αν κάποιος φοράει φακούς επαφής ή όχι. 

Όπως σημειώνει ο Jose Gonzalez-Meijome, καθηγητής και διευθυντής του τμήματος Φυσικής στο Πανεπιστήμιο του Minho στην Μπράγκα της Πορτογαλίας, υπάρχουν ειδικές περιπτώσεις όπου οι φακοί επαφής αποτελούν καλύτερη επιλογή διόρθωσης από τα γυαλιά, όπως στην υψηλή μυωπία, τον ανώμαλο αστιγματισμόκαι την ανισομετρωπία, στην αποκατάσταση της όρασης σε παθολογικές καταστάσεις του κερατοειδή (π.χ κερατόκωνος), ή ακόμα σε παιδιά με εξελισσόμενη μυωπία με τους σύγχρονους φακούς αντι-μυωπίας (ορθοκερατολογία).

Σχετικά με την ασφάλεια με τη χρήση των φακών, ο Shehzad Naroo, καθηγητής στο πανεπιστήμιο του Άστον στο Μπέρμιγχαμ και αρχισυντάκτης του επιστημονικού περιοδικού Contact Lens Anterior Eye, τονίζει ότι οι κίνδυνοι χρήσης τους είναι πολύ χαμηλοί. Ωστόσο, ο παράγοντας κινδύνου για μολύνσεις είναι αυξημένος σε σχέση με τα γυαλιά. Η ασφαλής και επιτυχής χρήση των φακών επαφής προϋποθέτει την πιστή συμμόρφωση με τους κανόνες φροντίδας συντήρησης και υγιεινής, που θα πρέπει κάθε φορά να παρέχονται από τον εφαρμοστή. Όσο αφορά τη χρήση σε παιδιά, δεν υπάρχει όριο ασφαλούς ηλικίας στην πραγματικότητα. Σημαντικότερος παράγοντας είναι η υπευθυνότητα. Μελέτες έχουν δείξει ότι από την ηλικία των 12 ετών μπορούμε να βασιστούμε σε ένα παιδί ώστε να ακολουθεί τους κανόνες υγιεινής, φροντίζοντας σωστά τους φακούς επαφής του. Υπάρχουν, μάλιστα, και περιπτώσεις παιδιών που χρησιμοποιούν φακούς επαφής σε προσχολικές ηλικίες, λόγω προβλημάτων όρασης μη αντιμετωπίσιμων με τα γυαλιά.

Kamlesh Chauhan, οπτομέτρης με μεγάλη εμπειρία στην εκπαίδευση των φακών επαφής και σήμερα διευθυντής της επαγγελματικής εκπαίδευσης και ανάπτυξης της Johnson & Johnson στην Ευρώπη, σημειώνει ότι οι καταρτισμένοι οπτικοί και οπτομέτρες είναι υπεύθυνοι για την πλήρη ενημέρωση, τη σωστή επιλογή υλικών και την εξατομικευμένη εφαρμογή σε κάθε περίπτωση. Επίσης είναι σε θέση να γνωρίζουν και να αντιμετωπίζουν ανεπιθύμητες καταστάσεις που ενδεχομένως εμφανιστούν. Η εύκολη απόκτηση ΦΕ από διάφορα σημεία πώλησης (π.χ. internet, φαρμακεία, καταστήματα super-market και καλλυντικών), μέσω των οποίων δεν μπορούν να παρέχονται οι απαραίτητες πιστοποιήσεις και γνώσεις για τη σωστή εφαρμογή, ενδέχεται να οδηγήσει σε αυξημένα κρούσματα οφθαλμικών επιπλοκών. Είναι απαραίτητο ο χρήστης να επισκέπτεται ανά τακτά διαστήματα τον οφθαλμίατρό του και τον εφαρμοστή του για έλεγχο της ακεραιότητας του κερατοειδή του και των φακών του.

Όσο αφορά τη διόρθωση της πρεσβυωπίας, ο Σωτήρης Πλαΐνης αναφέρει ότι υπάρχουν σήμερα διάφορες τεχνικές διόρθωσής της με φακούς επαφής. Τα τελευταία χρόνια έχουν αναπτυχθεί φακοί επαφής με καινοτόμους πολυεστιακούς σχεδιασμούς που εξασφαλίζουν ταυτόχρονη όραση για μακριά και κοντά, ενώ αρκετά διαδεδομένη είναι και η τεχνική της μονο-όρασης, όπου ένα μάτι διορθώνεται για να εστιάζει κοντά ενώ το άλλο μάτι εξασφαλίζει μακρινή όραση. Ο εφαρμοστής των φακών επαφής, έχοντας λάβει υπόψιν ορισμένα οπτικά χαρακτηριστικά του οφθαλμού μετά από ειδικές μετρήσεις μπορεί να μας συστήσει την καλύτερη επιλογή για κάθε περίπτωση.

6 Ιουνίου 2018

Eίναι πράγματι οι μύωπες πιο ευφυείς ή είμαστε "χαμένοι στη μετάφραση";

Πολύ πρόσφατα δημοσιεύτηκε στο Nature Communications* ένα ενδιαφέρον άρθρο που παρουσίασε τα αποτελέσματα μιας γονιδιακής μελέτης (GWAS, Genome-Wide Association Study) (βλ αριστερά) η οποία συγκέντρωσε γενετικά δεδομένα από έναν πληθυσμό 300.486 ατόμων (ηλικίας 16 με 102 ετών) με Ευρωπαϊκή καταγωγή από 57 επιμέρους μελέτες (στην οποία συμμετείχαν 181 ερευνητικά κέντρα).
Σκοπός της μελέτης ήταν η στατιστική συσχέτιση γνωσιακών και γενετικών δεδομένων (όπως αυτή καθορίζεται από 108 γονίδια που εχουν συσχετιστεί με αναπτυγμένη λειτουργία) με διάφορες μεταβλητές της υγείας, όπως η όραση, η υπέρταση και η μακροζωία. Ανάμεσα στα αποτελέσματα βρέθηκε γενετική συσχέτιση μεταξύ ανεπτυγμένης γνωσιακής λειτουργίας και (ι) της χρήσης γυαλιών ή φακών επαφής (rg = 0.28, SE = 0.04) (ιι) της μυωπίας (rg = 0.32, SE = 0.03) ενώ επιπλέον παρατηρήθηκε αρνητική, αν και λιγότερο ισχυρή, συσχέτιση με την ύπαρξη της υπερμετρωπίας (rg = −0.21)". 

Η συγγραφική ομάδα βέβαια ανέφερε τις παραπάνω συσχετίσεις χωρίς κάν να σχολιάσει τον μηχανισμό στον οποίο πιθανόν να οφείλονται αυτές. Για λόγους εντυπωσιασμού και εμπορικότητας, όμως, τα εκλαϊκευμένα κείμενα που εμφανίστηκαν τις επόμενες μέρες τόσο σε ελληνικά αλλά σε ξενόγλωσσα μέσα ενημέρωσης (ακόμα και στη Guardian) "χάθηκαν στη μετάφραση", χρησιμοποιώντας τα αποτελέσματα με τον τρόπο που βόλευε τη δημοσιότητα, χωρίς καν να μπούνε στη διαδικασία ελέγχου των συμπερασμάτων τους. Έτσι εμφανίστηκαν κείμενα με πηχιαίους τίτλους όπως:

"Όσοι φοράνε γυαλιά έχουν γενετική προδιάθεση να είναι πιο έξυπνοι" "Όσοι φοράνε γυαλιά είναι, όντως, πιο έξυπνοι" "Πιο έξυπνοι και πιο υγιείς όσοι φοράνε γυαλιά ...!!" "Γιατί οι μύωπες είναι πιο έξυπνοι;"
Οι ερευνητές βρήκαν συσχέτιση μεταξύ γονιδίων που προάγουν τη "γνωσιακή λειτουργία" και της χρήσης μυωπικών γυαλιών και οι δημοσιογράφοι σε όλο τον κόσμο έβγαλαν είδηση για γενετική προδιάθεση, μπερδεύοντας τους αιτιογενείς παράγοντες με το αποτέλεσμα !!
Είναι κατανοητό ότι οι άνθωποι που έχουν αναπτυγμένη γνωσιακή λειτουργία διαβάζουν κατά μέσο όρο περισσότερο. Ως αποτέλεσμα, αναμέμεται να χρησιμοποιούν για περισσότερο χρόνο την κοντινή τους όραση, στερούμενοι δραστηριοτήτων σε υπαίθριους χώρους. Από την άλλη, τα αποτελέσματα πολλών πρόσφατων μελετών καταδεικνύουν ότι ο αριθμός των παιδιών με μυωπία έχει αυξηθεί σήμερα κυρίως για δύο λόγους: (1) λόγω της αποχής των παιδιών από δραστηριότητες σε εξωτερικούς χώρους και της έντονης αστικοποίησης (αυξημένες απαιτήσεις σε σχολεία, φροντιστήρια και ενασχολήσεις σε κλειστούς χώρους) (2) εξαιτίας του παρατεταμένου χρόνου κοντινής εργασίας ως αποτέλεσμα της εντατικής εκπαίδευσης και της υπερβολικής χρήσης υπολογιστών και άλλων διαδραστικών συσκευών (tablets, κινητά τηλέφωνα).
Δεν είναι τυχαίο, επομένως, ότι τα μεγαλύτερα ποσοστά μυωπίας συναντώνται μεταξύ των μαθητών που παρουσιάζουν άριστες επιδόσεις στο σχολείο, οι οποίοι είναι λογικά είναι οι παρουσιάζουν και αναπτυγμένες γνωσιακές λειτουργίες !!
Μία ακόμη πρόσφατη μελέτη στο British Medical Journal* επιβεβαιώνει τις επιφυλάξεις μας για την συσχέτιση ευφυίας με την μυωπία. Οι επιστήμονες μελέτησαν σχεδόν 68.000 άνδρες και γυναίκες, 40-69 ετών, αναλύοντας και συσχετίζοντας γενετικά δεδομένα για τον καθένα. Η μελέτη συσχέτισε στους συμμετέχοντες 44 γονίδια που σχετίζονται με τη μυωπία και 69 γονίδια που σχετίζονται με τη συνολική χρονική διάρκεια της εκπαίδευσης στη διάρκεια της ζωής. Τα γονίδια αυτά είχαν ανακαλυφθεί σε προηγούμενες μελέτες.
Από την ανάλυση των δεδομένων οι ερευνητές κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι, κάθε πρόσθετο έτος εκπαίδευσης σχετίζεται με 0,27D μεγαλύτερη μυωπία κάθε χρόνο (βλ. εικόνα δεξιά). Δεν διαπιστώθηκε όμως το αντίστροφο, δηλαδή η μεγαλύτερη μυωπία να σχετίζεται με περισσότερη εκπαίδευση. Έτσι, οι ερευνητές συμπέραναν τελικά ότι είναι η εκπαίδευση που αυξάνει την πιθανότητα μυωπίας και όχι το αντίστροφο. Δεν είναι επομένως μόνο τα γονίδια, αλλά επίσης οι περιβαλλοντικοί και κοινωνικοί παράγοντες που έχουν σημαντική επίδραση στη μυωπία. «Η έκθεση ενός ανθρώπου σε περισσότερα χρόνια εκπαίδευσης συμβάλλει στην αύξηση της μυωπίας».

Αυξανόμενος επιπολασμός μυωπίας παγκοσμίως

Η μυωπία είναι σήμερα η συνηθέστερη οφθαλμική πάθηση στον κόσμο. Ο αυξανόμενος επιπολασμός της έχει σε ποσοστά επιδημίας σε πολλές χώρες της Ανατολικής Ασίας, επηρεάζοντας έως και το 80% έως 90% των νεαρών ενηλίκων. Επίσης, περίπου το ένα τρίτο του πληθυσμου των ενηλίκων στην Ευρώπη και στις ΗΠΑ είναι μύωπες. Μακάρι, ταυτόχρονα τα τελευταία χρόνια να είχε αυξηθεί ανάλογα και ο δείκτης νοημοσύνης μας!

30 Μαΐου 2018

Editorial in Ophthalmology: Public Health Burden and Potential Interventions for Myopia

Ένα ενδιαφέρον editorial στο τεύχος Μαΐου στο Οphthalmology που προσπαθεί να αφυπνίσει την οφθαλμολογική κοινότητα σχετικά με την επιδημική εξάπλωση της μυωπίας.

Η μυωπία είναι η συνηθέστερη οφθαλμική πάθηση στον κόσμο. Ο αυξανόμενος επιπολασμός της έχει σε ποσοστά επιδημίας σε πολλές χώρες της Ανατολικής Ασίας, επηρεάζοντας έως και το 80% έως 90% των νεαρών ενηλίκων. Επίσης, περίπου το ένα τρίτο του πληθυσμου των ενηλίκων στην Ευρώπη και στις ΗΠΑ είναι μύωπες.

Παρά τη συχνότητά της, τον αυξανόμενο επιπολασμό, την επιβάρυνση της δημόσιας υγείας και το οικονομικό κόστος της μυωπίας, το πρόβλημα παραμένει σε μεγάλο βαθμό υποτιμημένο από την οφθαλμολογική κοινότητα !

Είναι απαραίτητο οι οφθαλμίατροι να συνεργαστούν με τους οπτομέτρες, οι οποίοι ασκούν πρωτοβάθμια υγιεινή περίθαλψη, με σκοπό να καθοριστεί ένα πλαίσιο συνεργασίας και ν' αναπτυχθούν πρωτόκολλα παραπομπής για την πρόληψη της μυωπικής εξέλιξης, ώστε να ενημερώσουν τους ασθενείς για τους κινδύνους της και τη σχετιζόμενη παθολογία, διασφαλίζοντας τη βέλτιστη οφθαλμική τους υγεία.



Modjtahedi BS, Ferris III FL, Hunter DG, Fong DS (2018).Public Health Burden and Potential Interventions for Myopia (editorial). Ophthalmology 125(5): 628-630.