28 Δεκεμβρίου 2007

Γιατί η πρεσβυωπία εμφανίζεται σχετικά νωρίς?

Δημογραφικές μελέτες στην χώρα μας αλλά και παγκοσμίως οδηγούν στο συμπέρασμα ότι σε λίγα χρόνια τα ηλικιωμένα άτομα θα αποτελούν ένα μεγάλο ποσοστό του πληθυσμού. Παρόλο της επιτυχούς επιβράδυνσης της φυσιολογικής γήρανσης σε σημαντικούς φυσιολογικούς μηχανισμούς, λόγω σημαντικών βελτιώσεων στον τομέα της υγιεινής, της διατροφής και της ιατρικής περίθαλψης, η εμφάνιση της πρεσβυωπίας, δηλαδή της απώλειας της ικανότητάς μας να εστιάζουμε αντικείμενα σε κοντινές αποστάσεις (γνωστή ως "προσαρμογή"), συνεχίζει να γίνεται αισθητή πολύ νωρίς, στις ηλικίες των 40-45 ετών στους "εμμετρωπικούς" οφθαλμούς. Αν αναλογιστούμε ότι ο μέσος όρος προσδοκώμενης διάρκειας ζωής έχει αυξηθεί σημαντικά, ιδιαίτερα τον τελευταίο αιώνα (βλ. παρακάτω πίνακα), τότε είναι προφανές ότι η απώλεια του φυσιολογικού μηχανισμού που οδηγεί στην πρεσβυωπία δεν κατάφερε να ακολουθήσει την "αλυσίδα εξέλιξης" άλλων μηχανισμών.


Ως αποτέλεσμα, η μείωση του εύρους προσαρμογής ενός φυσιολογικού οφθαλμού με την ηλικία δε διαφέρει σχεδόν καθόλου από αυτή που κατέγραψε πριν από 100 περίπου χρόνια ο Donders, ο οποίος κατέληξε ότι το εύρος προσαρμογής, μειώνεται σχεδόν γραμμικά από ένα μέγιστο (~15 D) στην ηλικία των 10 ετών σε 1-2 D στα 50 έτη, ενώ αντικειμενικές μετρήσεις έχουν δείξει ότι η πραγματική αλλαγή στην ισχύ του οφθαλμού "μηδενίζεται" στα 52-53 έτη (βλ. Σχήμα).

Η "Προσαρμογή" επιτυγχάνεται μέσω της αύξησης της διαθλαστικής ισχύς του κρυσταλλοειδούς φακού. Η ενεργοποίηση του μηχανισμού προσαρμογής, ο οποίος έχει επιτυχώς περιγραφεί από τον Helmholtz πριν από 150 χρόνια, παράγει τα απαραίτητα "σήματα" στον στον εγκέφαλο που προκαλούν τη σύσπαση του ακτινωτού μυ και και την χαλάρωση των ινών της ζιννείου ζώνης με τελικό αποτέλεσμα την αύξηση της κυρτότητας των επιφανειών, κι επομένως της διαθλαστικής ισχύς του κρυσταλλοειδή φακού. Όταν κοιτάμε μακρυά, το ακτινωτό σώμα είναι χαλαρό και η μεγάλη διάμετρος της ακτινωτής απόφυσης διατηρεί τις ίνες της ζιννείου ζώνης τεταμένες (βλ. Σχήμα). Αν και δεν έχει διευκρινισθεί με ακρίβεια ο τρόπος συστολής του ακτινωτού μυ και πως επηρεάζει την πίεση που ασκούν οι ίνες στον φακό, είναι γνωστό ότι αυτές οι ίνες επισυνάπτονται στον ισημερινό, στο πρόσθιο και στο οπίσθιο μέρος του περιφακίου. Το αποτέλεσμα των δυνάμεων τάνυσης που ασκούνε οι ίνες στο ελαστικό περιφάκιο, το οποίο αποτελεί το «καλούπι» του φακού, είναι η μείωση στην καμπυλότητα των επιφανειών, την διάμετρο (απόσταση μεταξύ των δύο ισημερινών) και το πάχους του φακού (σε σύγκριση με την in vitro φυσιολογική μορφή του).

Κατά την προσαρμογή ο ακτινωτός μυς συσπάται, μειώνοντας τη διάμετρο της ακτινωτής απόφυσης, με αποτέλεσμα να υποχωρεί η πίεση στις ίνες της ζιννείου ζώνης, οι οποίες χαλαρώνουν (βλ. Σχήμα). Έτσι, το ελαστικό περιφάκιο και ο φακός ανακτούν την πιο κυρτή φυσιολογική τους μορφή, δηλαδή, αυξάνεται η κυρτότητα της πρόσθιας και οπίσθιας επιφάνειας αυξάνεται το πάχος του φακού ενώ η πρόσθια επιφάνεια μετατοπίζεται προς τα εμπρός, πλησιάζοντας τον κερατοειδή (η οπίσθια επιφάνεια παραμένει σχεδόν στην ίδια θέση). Το συνολικό αποτέλεσμα είναι η αύξηση της διοπτρικής δύναμης του φακού, απαραίτητη για την εστίαση κοντινών αντικειμένων. Όταν ο ακτινωτός μυς χαλαρώνει αφότου παύει η προσαρμοστική προσπάθεια, η ένταση των ινών της ζιννείου ζώνης στον ισημερινό του φακού αυξάνεται και πάλι.


Να σημειωθεί ότι η εξέλιξη της πρεσβυωπίας περνά σχεδόν απαρατήρητη έως ότου μειωθεί σημαντικά το εύρος προσαρμογής, περίπου στην ηλικία 40-45 ετών, με αποτέλεσμα να πραγματοποιούνται με δυσκολία εργασίες που απαιτούν ευκρινή κοντινή όραση, π.χ η ανάγνωση, το κέντημα και σε μεγαλύτερες ηλικίες (π.χ. 50) ακόμη και εργασίες που απαιτούν "ενδιάμεση" όραση (π.χ. χρήση υπολογιστή, κινητών συσκευών). Η «εμφάνιση» της πρεσβυωπίας συνήθως παρατείνεται στους μυωπικούς οφθαλμούς. Το μυωπικό μάτι, όταν βρίσκεται σε χαλάρωση, είναι εστιασμένο σε ένα πιο κοντινό σημείο από το οπτικό άπειρο (όπου θεωργτικά εστιάζουν οι "φυσιολογικοί" οφθαλμοί). Επομένως, δεν χρειάζεται να προσαρμόσει για να δει κοντά. Για να μπορέσουν οι "ηλικιωμένοι" μύωπες να δούνε ευκρινώς πλησίον, μπορούν απλά να αφαιρέσουν τα γυαλιά (ή φακούς επαφής) τους. Αντιθέτως οι υπερμέτρωπες αντιλαμβάνονται τα συμπτώματα της ηλικίας νωρίτερα και από τη συμπλήρωση των 40 ετών. Μια πρόσφατη έρευνα υπολόγισε ότι ο αριθμός των πρεσβυώπων, παγκοσμίως σήμερα είναι περίπου 1.2 - 1.5 δισεκατομμύρια, εκτιμώντας σε 600 εκατομμύρια τους πρεσβύωπες που παρουσιάζουν σημαντικά μειωμένη ποιότητα όρασης λόγω έλλειψης γυαλιών. Στην Ελλάδα, τα τελευταία χρόνια παρατηρείται μία σημαντική αύξηση του μέσου όρου ηλικίας του πληθυσμού. Το 2001 περίπου 4.3 εκατομμύρια Έλληνες, το 39.2% του συνολικού πληθυσμού, είχαν ηλικία μεγαλύτερη από 45 έτη.

Περισσότερες πλητροφορίες μπορείτε να βρείτε στα παρακάτω άρθρα:
Πλαΐνης Σ, Παλλήκαρης, ΙΓ (2005). Μηχανισμοί Πρεσβυωπίας. Είναι πιθανή η αναστροφή της με τις υπάρχουσες χειρουργικές τεχνικές; Οφθαλμολογία, 17: 170-178.
Πλαΐνης Σ, Παλλήκαρης, ΙΓ (2005). Χαρακτηριστικά  προσαρμοστικής ικανότητας του φακού. Οφθαλμολογικά Χρονικά, 15: 205-218.

Οι απόψεις δεκάδων επιστημόνων σχετικά με την προέλευση, τις επιπτώσεις και την αντιμετώπιση της πρεσβυωπίας συγκεντρώνονται στο βιβλίο "Presbyopia: origins, effects and treatment"

30 Σεπτεμβρίου 2007

Έγχρωμη Όραση

Η ικανότητα αντίληψης χρωμάτων (πρόσφατες εκτιμήσεις προτείνουν ότι μπορούμε να διαχωρίσουμε 2.3 εκατμ. χρώματα) εμπλουτίζει τον οπτικό μας κόσμο, παρέχοντας τη δυνατότητα να απολαμβάνουμε ηλιοβασιλέματα, όμορφες πεταλούδες και πανέμορφα τοπία, αλλά σίγουρα δεν είναι αυτός ο κύριος λόγος για τον οποίο γεννηθήκαμε (ή καλύτερα εξελιχθήκαμε) με έγχρωμη όραση. Η έγχρωμη όραση μας παρέχει πληροφορίες για τον εντοπισμό και την αναγνώριση αντικειμένων στο οπτικό μας πεδίο (π.χ. διάφορα λουλούδια ή καρπούς) που ειδάλλως δεν θα ήταν αντιληπτά. Ένα αρπακτικό ζώο με έγχρωμη όραση μπορεί πιο εύκολα να «διασπάσει» πιθανή παραλλαγή (καμουφλάρισμα) του θηράματός του, ένα πλεονέκτημα πολύ σημαντικό για την επιβίωση.

Το χρώμα δεν αποτελεί μια έμφυτη ιδιότητα των αντικειμένων ούτε μια φυσική ιδιότητα του φωτός. Το χρώμα ενός αντικειμένου που αντιλαμβανόμαστε εξαρτάται από το φασματικό περιεχόμενο του φωτός που απορροφάται από τους φωτοϋποδοχείς της όρασης (τις τρεις ομάδες κωνίων), και από μια σειρά νευρο-φυσιολογικών «αντιδράσεων» στον αμφιβληστροειδή, στις προ-φλοιώδεις οδούς και σε ανώτερα στάδια επεξεργασίας στον οπτικό φλοιό.

Τριχρωματική θεωρία της έγχρωμης όρασης

Η τριχρωματική θεωρία της έγχρωμης όρασης προτάθηκε από τον Thomas Young το 1802, ο οποίος πρότεινε ότι για την επίτευξη οποιασδήποτε απόχρωσης απαιτείται προσθετική ανάμιξη τριών βασικών χρωμάτων. Αυτά τα τρία βασικά χρώματα είναι το κόκκινο, το πράσινο και το μπλε. Αυτή η θεωρία αναβιώθηκε αργότερα από τον Helmholtz, ο οποίος διαπίστωσε ότι υπάρχουν τρεις τύποι φυσιολογικών «μηχανισμών» υπεύθυνοι για την αντίληψη όλων των χρωμάτων.

Είναι σήμερα παγκοσμίως αναγνωρισμένο ότι αυτούς τους τρεις μηχανισμούς τους αποτελούν οι τρεις τύποι κωνίων που βρίσκονται στον αμφιβληστροειδή των ανώτερων θηλαστικών, οι οποίοι αποκρίνονται κατά προτίμηση σε διαφορετικά μήκη κύματος ενός φωτεινού ερεθίσματος. Ο κάθε τύπος κωνίων περιέχει μια οπτική χρωστική (φωτοχρωστική), ευαίσθητη σε διαφορετικό τμήμα του χρωματικού φάσματος, από όπου προκύπτει και η ονομασία τους: τα S-κωνία (ευαίσθητα σε φωτόνια μικρού μήκους κύματος- Short wavelength), τα M-κωνία (ευαίσθητα σε φωτόνια μεσαίου μήκους κύματος - Medium wavelength) και τα L-κωνία (ευαίσθητα σε φωτόνια μεγάλου μήκους κύματος - Long wavelength). Οι χρωστικές των κωνίων αποτελούνται από μια πρωτεΐνη, την οψίνη και μια φωτοευαίσθητη ουσία, την ρετινάλη. Καθεμία από τις τρεις χρωστικές των κωνίων περιέχει διαφορετική οψίνη. Στο παρακάτω σχήμα παριστάνονται οι καμπύλες φασματικής ευαισθησίας των τριών φωτοχρωστικών, οι οποίες καθορίζουν την πιθανότητα απορρόφησης ενός φωτονίου ως συνάρτηση του μήκους κυματός του.

Αν και τα φάσματα απορροφητικότητας των φωτοχρωστικών των S-, M-, και L- κωνίων επικαλύπτονται αρκετά, παρουσιάζουν τη μέγιστη απορροφητικότητά τους σε διαφορετικές περιοχές του ορατού φάσματος: στα 419, 531 και 559nm αντίστοιχα.

«Χρωματική ανταγωνιστικότητα» στα γαγγλιακά κύτταρα

Τα ηλεκτρικά σήματα (που σχετίζονται με την έγχρωμη όραση) μεταδίδονται από τους τρείς τύπους κωνίων στις επόμενες στιβάδες αμφιβληστροειδικών κυττάρων, στα οριζόντια και στα γαγγλιακά κύτταρα, τα οποία στη συνέχεια μεταφέρουν τις πληροφορίες μέσω του οπτικού νεύρου στον έξω γονατώδη πυρήνα (LGN) και στον οπτικό φλοιό. Πρώτος ο Hering, το 1878, πρότεινε ότι, μετά από το στάδιο επεξεργασίας του χρώματος στους φωτοϋποδοχείς, υπάρχει ένα δεύτερο στάδιο χρωματικής επεξεργασίας στο οποίο οι αποκρίσεις των κωνίων συνδυάζονται («κωδικοποιώντας» το άθροισμά ή την διαφορά τους). Αυτή η θεωρία έγινε γνωστή ως «θεωρία χρωματικής ανταγωνιστικότητας» (colour opponent theory) η οποία βασίζεται στον ανταγωνισμό που παρουσιάζεται στην αντίληψη μεταξύ κόκκινου-πράσινου, και μπλε-κίτρινου χρώματος. Οι DeValois et al ήταν οι πρώτοι που περιέγραψαν κύτταρα στην οπτική οδό ανώτερων θηλαστικών, τα οποία, για παράδειγμα, «αναστέλλονταν» από το κόκκινο και «διεγείρονταν» από το πράσινο φως. Ηλεκτροφυσιολογικές και ψυχοφυσικές μελέτες αργότερα επιβεβαίωσαν τις αρχικές παρατηρήσεις.

Στον άνθρωπο και άλλα ανώτερα θηλαστικά έχουν διαπιστωθεί τρεις «παράλληλες οδοί» που μεταβιβάζουν τις οπτικές πληροφορίες από τον αμφιβληστροειδή στο φλοιό μέσω του οπτικού νεύρου. Η κωδικοποίηση στο οπτικό νεύρο είναι πολύ αποτελεσματική, κυρίως επειδή τα ηλεκτρικά σήματα που μεταφέρονται στις οδούς είναι καλά διαχωρισμένα το ένα από το άλλο. Οι τρεις "οδοί" περιέχουν εξιδικευμένους νευρώνες για την επεξεργασία:
α. της φωτεινότητας
β. της κοκκινο vs. πρασινης χρωματικότητας
γ. της μπλε vs. κίτρινης χρωματικότητας

Μπορεί επομένως να διατυπωθεί ότι στα αρχικά στάδια της οπτικής οδού, στον αμφιβληστροειδή και στο LGN λαμβάνει χώρα βασική επεξεργασία για την αντίληψη της έγχρωμης όρασης. Οι χρωματικοί ανταγωνιστικοί μηχανισμοί που περιγράφονται ανωτέρω θέτουν τους σημαντικότερους περιορισμούς για τις βασικές επεξεργασίες του χρώματος όπως είναι η ανίχνευση και η αναγνώριση, αλλά ο συσχετισμός των φυσιολογικών χαρακτηριστικών με την αντίληψη των χρωμάτων τους δεν είναι άμεσος. Αυτό, αν συνέβαινε, θα προκαλούσε έκπληξη, επειδή είναι γνωστό ότι στην συνέχεια οι χρωματικές πληροφορίες υπόκεινται σε περαιτέρω επεξεργασία στον οπτικό φλοιό, όπου το σήμα υποβάλλεται σε μετασχηματισμούς σχετικούς με την τελική αντίληψη των χρωμάτων των οπτικών ερεθισμάτων. Η χρωματική ανταγωνιστικότητα που χαρακτηρίζει τα γαγγλιακά κύτταρα και τα κύτταρα του LGN δεν υφίσταται στους νευρώνες του φλοιού. Έχει διαπιστωθεί ότι τα κύτταρα αυτά είναι συντονισμένα (παρουσιάζοντας μικρό εύρος φάσματος απορρόφησης) σε διαφορετικά χρώματα.

Χρωματικό Διάστημα (Colour Space)

Τα χρώματα που ένας φυσιολογικός άνθρωπος μπορεί να διακρίνει αντιπροσωπεύονται στο αποκαλούμενο «χρωματικό διάστημα». Αυτό το διάστημα είναι ένα βολικό διάγραμμα στο οποίο μπορούν να σχεδιαστούν όλα τα ορατά χρώματα βασισμένα σε ένα μαθηματικό ισότιμο μοντέλο που στηρίζεται στην προϋπόθεση της τριχρωματικής θεωρίας. Στα τρία βασικά χρώματα δίνονται οι συντεταγμένες x, y και z (συντεταγμένες χρωματικότητας). Εάν η προσθήκη αυτών των τριών τιμών έχει άθροισμα 1, μόνο δύο τιμές χρειάζονται να διευκρινιστούν για να καθορίσουν τη θέση οποιουδήποτε χρώματος μέσα στο «χρωματικό διάστημα». Ένα τέτοιο διάστημα χρώματος (βλ. εικόνα), το οποίο αναπτύχθηκε από την Διεθνή Επιτροπή Φωτεινότητας (Commission Internationale de l’ Eclairage) το 1931, χρησιμοποιείται ακόμη και σήμερα ως η βάση πάνω στην οποία καθορίζονται τα χρώματα αν και τα τελευταία χρόνια έχουν αναπτυχθεί και άλλα πιο αξιόπιστα «μοντέλα». Οι κύριοι άξονες χρωματικότητας, όπως προκύπτουν από πρόσφατα ψυχοφυσικά πειράματα, δεν συμπίπτουν με τους μηχανισμούς χρωματικής ανταγωνιστικότητας που είχαν διατυπωθεί αρχικά από τον Hering.

29 Σεπτεμβρίου 2007

Διαταραχές στην αντίληψη των χρωμάτων

Αν και η τριχρωματική όραση, η παρουσία δηλαδή τριών διαφορετικών τύπων κωνίων με διαφορετικές φωτοχρωστικές ουσίες, αποτελεί τον φυσιολογικό τύπο έγχρωμης όρασης, ένα σημαντικό ποσοστό των ανθρώπων παρουσιάζει κάποιο βαθμό ανεπάρκειας στην αντίληψη των χρωμάτων. Υπάρχει μία σύγχυση, στην οφθαλμολογική και στην οπτομετρική ελληνική κοινότητα σχετικά με τον ορισμό αυτών των διαταραχών. Η χρήση του όρου "αχρωματοψία" είναι εσφαλμένη, γιατί οδηγεί στο λανθασμένο συμπέρασμα ότι οι "πάσχοντες" δεν αντιλαμβάνονται καθόλου χρώματα. Αντιθέτως, οι περισσότεροι από αυτούς αντιλαμβάνονται μεγάλο εύρος χρωμάτων, και μάλιστα έχουν την ικανότητα να διακρίνουν αποχρώσεις που δεν "βλέπουν" οι άνθρωποι με φυσιολογική όραση!!!

Η απώλεια ενός από τους τύπους των κωνίων, η συνηθέστερη περίπτωση, όπως εμφανίζεται σε ορισμένες κληρονομικές διαταραχές, μειώνει την αντίληψη της έγχρωμης όρασης σε δύο διαστάσεις, οδηγώντας στον διχρωματισμό (περιγράφεται και ως δαλτωνισμός, μια η κληρονομικότητά της περιγράφηκε για πρώτη φορά από τον Άγγλο φυσικό και χημικό
Dalton).

Η απώλεια δύο τύπων κωνίων, πολύ σπάνια, οδηγεί στην μονοχρωματική όραση, ενώ η απώλεια και των τριών τύπων κωνίων (που καλείται"ράβδιο-μονοχρωματική όραση") εξαφανίζει την αντίληψη χρωμάτων και ως κατάληξη η όραση περιορίζεται στην λειτουργία των ραβδίων. Βασικά υπάρχουν δύο κατηγορίες διαταραχών στη έγχρωμη όραση, οι συγγενείς και οι επίκτητες.

Συγγενείς διαταραχές

Η προέλευση αυτών των «ανωμαλιών» είναι γενετική, και οφείλεται σε μεταλλάξεις που συμβαίνουν σε γονίδια (υπεύθυνα για τον σχηματισμό της οψίνης) που βρίσκονται στο Χ-χρωμόσωμα. Επειδή τα γονίδια που σχετίζονται με τις διαταραχές στην αντίληψη των χρωμάτων είναι φυλοσύνδετα και υπολειπόμενα, κληρονομούνται από τον πατέρα που εμφανίζει δυσχρωματοψία στις κόρες και μέσω αυτών στους εγγονούς. Οι κόρες είναι φορείς και έχουν φυσιολογική έγχρωμη όραση. Η μόνη περίπτωση να "εκφραστεί" το γονίδιο στις γυναίκες να το κληρονομήσουν ΚΑΙ από τους δύο γονείς. Για αυτό είναι αναμενόμενο οι συγγενείς «διαταραχές» να εμφανίζονται πολύ συχνότερα στους άνδρες από ότι στις γυναίκες.



Αυτοί οι τύποι χρωματικών ατελειών προκύπτουν είτε από την έλλειψη μιας φωτοχρωστικής ουσίας, είτε από την παρουσία μιας υβριδικής φωτοχρωστικής ουσίας με διαφορετικό (από το φυσιολογικό) φάσμα απορρόφησης (πιο ήπια μορφή). Είναι αξιοσημείωτη η διαπίστωση ότι 3nm διαφορά στο μέγιστο του φάσματος απορρόφησης μεταξύ των φωτοχρωστικών L/M προκύπτει από διαφορές σε αμινοξέα σε 3 θέσεις.

Επίσης, υπάρχει η πιθανότητα ένα άτομο να μην διαθέτει κανέναν τύπο κωνίων (ραβδίο μονοχρωματική όραση), ή να μην έχουν ραβδία (κωνίο-μονοχρωματική όραση). Όταν απουσιάζει τελείως μια χρωστική ουσία (δηλαδή, ένας τύπος κωνίων) η όραση τότε ονομάζεται διχρωματική (δυσχρωματοψία). Όταν απουσιάζει η φωτοχρωστική υπεύθυνη για τα το μακρά μήκη κυματος (L) είναι τότε η «ανωμαλία» ονομάζεται πρωτανωπία. Όταν το φάσμα απορρόφησης της μακρών κυμάτων χρωστικής ουσίας είναι ανώμαλο ή ανεπαρκές ο όρος πρωτανωμαλία χρησιμοποιείται. Σε αυτή την περίπτωση το φάσμα απορρόφησης της χρωστικής (L) είναι μετατοπισμένο σε μικρότερα μήκη κύματος, πιο κοντά στην (Μ). Παρόμοια ορολογία χρησιμοποιείται για τις άλλες δύο κατηγορίες «διαταραχών»: δευτερ- είναι η ρίζα όταν οι φωτοχρωστικές των κωνίων Μ είναι ελαττωματικές (μετατοπισμένες σε μεγαλύτερα μήκη κύματος) και τριταν- είναι η ρίζα όταν οι φωτοχρωστικές των κωνίων S είναι ελαττωματικές (πολύ πιο σπάνια περίπτωση). Όλες οι κατηγορίες των διαταραχών καθώς επίσης και τα ποσοστά εμφάνισής τους παρουσιάζονται στον παρακάτω πίνακα.


Αν και οι επιπτώσεις των διαφορετικών κατηγοριών στην αντίληψη των διαφόρων χρωμάτων διαφέρουν αρκετά μεταξύ των πασχόντων, έχουν γίνει προσπάθειες εξομοίωσης των αντιλαμβανόμενων χρωμάτων που στηρίζονται σε ψυχοφυσικά δεδομένα (βλ.παρακάτω εικόνα). Να σημειωθεί ότι η σοβαρότητα των συγγενών διαταραχών δεν μεταβάλλεται με την ηλικία, ενώ σε καμιά περίπτωση δεν επηρεάζεται η οπτική οξύτητα ή άλλες λειτουργίες της όρασης των ασθενών.



Επίκτητες ανωμαλίες

Αυτές εμφανίζονται είτε παροδικά είτε μόνιμα κυρίως λόγω παθολογικών αλλαγών, αλλά μπορεί επίσης να εμφανιστούν ως αποτέλεσμα φυσιολογικών διαδικασιών γήρανσης (π.χ ο καταρράκτης αλλάζει το φάσμα απορρόφησης του φακού), και προκληθεισών από φάρμακα αλλαγών. Διαταραχές στην μπλε/κίτρινη οδό είναι πιό συχνές στην παθολογία (π.χ. πυρηνικός καταρράκτης, χοριοαμφιβληστροειδικές φλεγμονές, διαβήτης, ηλικιακή εκφύλιση της ωχράς, οίδημα οπτικής θηλής, οπτικές νευρίτιδες, γλαύκωμα). Οι επίκτητες «διαταραχές» στην κόκκινη-πράσινη οδό εμφανίζονται σπανιότερα (π.χ. δυστροφίες της ωχράς και παθήσεις του οπτικού νεύρου, όπως νευρίτιδες, ατροφία του οπτικού νεύρου, δυσμορφίες του δίσκου, όγκοι του οπτικού νεύρου ή του χιάσματος) και συνήθως συνδέονται με άλλες προφανέστερες απώλειες της λειτουργίας της όρασης, όπως μειωμένη οπτική οξύτητα, μη φυσιολογικά οπτικά πεδία. Οι επίκτητες διαταραχές μπορεί να εμφανιστούν σε οποιοδήποτε στάδιο της ζωής, μόνον στον ένα ή και στους δύο οφθαλμούς ταυτόχρονα. Προσβάλλει τους άνδρες και τις γυναίκες στο ίδιο ποσοστό.

Είναι προφανές ότι η αντίληψη των χρωμάτων αποτελεί μία σημαντική λειτουργία της ανθρώπινης όρασης, δεδομένου ότι διευκολύνει στην αντίληψη και στην αναγνώριση εικόνων και αντικειμένων. Επιπλέον, παρέχει μία αίσθηση στην οπτική μας εμπειρία που, θεμελιώδης για την αντίληψή μας για τον κόσμο. Εντούτοις, εάν τα παραπάνω είναι αληθινά, τότε παραμένει η απορία γιατί ένα μεγάλο ποσοστό του πληθυσμού παρουσιάζει ελαττωματική αντίληψη των χρωμάτων. Είναι πιθανόν, τα άτομα με διχρωματική όραση ή ανώμαλη τριχρωματική όραση να έχουν την ικανότητα να διακρίνουν κάποια χρωματικά-παραλλαγμένα αντικείμενα, τα οποία δεν είναι διακριτά σε εκείνους με φυσιολογική έγχρωμη όραση. Έχει διατυπωθεί από οριμένους ερευνητές ότι σε χρονικές περιόδους που ο «ανεφοδιασμός» των τροφίμων ήταν δυσχερής, οι άνθρωποι με διχρωματική όραση είχαν εξελικτικό πλεονέκτημα να εντοπίσουν την τροφή τους σε ορισμένα περιβάλλοντα (π.χ. διάφορα φρούτα ή ζώα που μπορούσαν να παραλλαχθούν ανάμεσα σε πυκνές φυλλωσιές από τους ανθρώπους με φυσιολογική όραση) και να επιβιώσουν. Παρά την τεράστια σημασία της και τις μακροχρόνιες έρευνες που σχετίζονταν με την αντίληψη των χρωμάτων, υπάρχει ακόμα σημαντικό πεδίο έρευνας όσο αφορά τους φυσιολογικούς μηχανισμούς που αποτελούν την βάση της χρωματικής αντίληψης και τους παράγοντες που οδήγησαν στην εξέλιξή της.

30 Αυγούστου 2007

Η Οπτομετρία σε άλλες χώρες της Ε.Ε.

Για να γίνει αντιληπτή η συνεισφορά των οπτομετρών στην υγειονομική περίθαλψη των οφθαλμών, αναφέρεται ότι στην Μ. Βρετανία αυτή την στιγμή είναι εγγεγραμμένοι στα μητρώα 10400 Οπτομέτρες, η εκπαίδευση (ανώτατη, δια-βίου) των οποίων διασφαλίζεται από το Βρετανικό Κολλέγιο των Οπτομετρών (British College of Optometrists) ενώ τα νομοθετημένα επαγγελματικά δικαιώματα τους από το Γενικό Συμβούλιο Οπτικής (General Optical Council) το οποίο αποτελεί τον θεσμοθετημένο φορέα και για τους 5300 εγγεγραμμένους Οπτικούς. Σε αντίθεση ο αριθμός των εγγεγραμμένων οφθαλμίατρων είναι 1400: αντιστοιχεί περίπου 1 οφθαλμίατρος για 43000 πολίτες, ενώ 1 οπτομέτρης για 5800 πολίτες. Υπάρχουν, επίσης και οι ορθοπτικοί (περίπου 1300), οι οποίοι ειδικεύονται στην διάγνωση παθήσεων που σχετίζονται με την οφθαλμοκινητικότητα (π.χ. στραβισμός, διπλωπία και αμβλυωπία). (βλ. το παρακάτω σχήμα παρουσιάζει τα ποσοστά κατανομής των επαγγελματιών στον τομέα της υγιεινής περίθαλψης της όρασης στην Μ. Βρετανία)


Παρόλο την αναγκαιότητα της Οπτομετρίας στον τομέα της υγιεινής περίθαλψης της όρασης, παρόμοια προβλήματα θεσμοθέτισης με αυτά της Ελλάδας αντιμετώπισσα πριν απο λίγα χρόνια και άλλες χώρες της Ε.Ε. Για παράδειγμα, στην Ισπανία, ως πρώτο βήμα για την αναγνώριση του επαγγέλματος της Οπτομετρίας αποτέλεσε η δημιουργία του Εθνικού κολλεγίου των Οπτικών και Οπτομετρών και στη συνέχεια η επίσημη αναγνώριση ολοκληρώθηκε με την θέσπιση πτυχίου 3ετούς φοίτησης στην οπτική και οπτομετρία ("Diplomado en Optica y Optometria") το οποίο είναι πανεπιστημιακού επιπέδου και παρέχεται σήμερα από 7 διαφορετικά Πανεπιστήμια. Ανάλογες είναι κοι οι εξελίξεις σε άλλες χώρες (Γαλλίας, Ιταλία). Να σημειωθεί ότι εδώ και λίγα χρόνια έχει ιδρυθεί η Ευρωπαική Ένωση Πανεπιστημιακών Σχολών Οπτικής κ’ Οπτομετρίας (AUESCO - Association of European Universities, Schools and Colleges of Optometry), που συντονίζεται από την Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Οπτικών και Οπτομετρών (ECOO) με σκοπό την οργάνωση της ευρωπαικής εκπαίδευσης στο αντικείμενο της οφθαλμικής οπτικής και οπτομετρίας.

Υπό την επίβλεψη της ECOO, δημιουργήθηκε και το Ευρωπαικό Δίπλωμα Οπτομετρίας, το οποίο αποτελείται από τρεις θεματικές ενότητες: (Α) Αντίληψη της όρασης, (Β) Διαχείρηση προβλημάτων όρασης και (Γ) Γενική υγεία και παθολογία της όρασης. Παράλληλα, με τη συλλογή των απαραίτητων δεδομένων από διάφορα εκπαιδευτικά ιδρύματα που δραστηριοποιούνται στον τομέα της Οπτικής και Οπτομετρίας στην Ευρώπη, τo 2005 εκδόθηκε ένα πρότυπο πρόγραμμα σπουδών με σκοπό την κοινή επαγγελματική κατάρτιση και την ανταλλαγή εκπαιδευτικών και φοιτητών μεταξύ των χωρών μελών της ΕΕ, μία από τις βασικές κατευθύνσεις του άρθρου 48 της από το 1957 Συνθήκης της Ρώμης σχετικά με την «ελεύθερη διακίνηση των εργατών», και στην προκειμένη περίπτωση των φοιτητών και των επαγγελματιών που δραστηριοποιούνται στον χώρο της Οπτικής και της Οπτομετρίας.

Πιο πρόσφατα (2005) το Αμερικάνικο Pennsylvania College of Optometry επεκτάθηκε στην Ευρώπη οργανώνοντας διαπανεπιστημιακά προγράμματα μεταπτυχιακών σπουδών στην κλινική Οπτομετρία (MSc in clinical Optometry) σε συνεργασία με το Cardiff University της Μ. Βρετανίας, το νεο-δημιουργηθέν Τμήμα Οπτομετρίας στο Βερολίνο, το Baskerud University College της Νορβηγίας και το University of Danube – Krems της Αυστρίας με απώτερο σκοπό την κατοχύρωση του επαγγέλματος στην Κεντρική Ανατολική Ευρώπη.

Οι παραπάνω κινήσεις συμβαδίζουν με τις αυξημένες απαιτήσεις για δημιουργία στελεχών στο ευρύ φάσμα της υγιεινής περίθαλψης της όρασης με υψηλό επίπεδο κατάρτισης, ικανών να ακολουθήσουν σταδιοδρομία ως ελεύθεροι επαγγελματίες (π.χ. εξειδικευμένη παροχή υπηρεσιών σε οπτικά καταστήματα), σε νοσοκομεία (οφθαλμολογικές κλινικές), ιατρικά οφθαλμολογικά κέντρα (π.χ διαθλαστικά κέντρα για την διόρθωση της μυωπίας και του αστιγματισμού με laser – κέντρα κλινικής ηλεκτροδιάγνωσης οφθαλμολογικών παθήσεων) και ιδιωτικές επιχειρήσεις που σχεδιάζουν και αναπτύσουν συσκευές στους τομείς των επιστημών της Όρασης. Επίσης, με την συνεχή εξέλιξη και επαγγελματική εξειδίκευση έχουν δημιουργηθεί οι απαιτήσεις για έρευνα σε ένα ευρύ φάσμα της οφθαλμολογίας, της οπτικής του οφθαλμού (π.χ. ανάλυση και επεξεργασία εικόνας από το σύστημα όρασης), της τεχνολογίας που συνδέεται με την αντιμετώπιση διαθλαστικών ανωμαλιών του οφθαλμού και την πρόληψη, διάγνωση και αξιολόγηση των παθήσεων που προσβάλουν την όραση. Τέλος, τα τελευταία χρόνια ειδικό βάρος έχει δοθεί στην Εργονομία της Όρασης (εξειδικευμένες εφαρμογές της όρασης σε καθημερινές ενασχολήσεις του ανθρώπου, π.χ. οδήγηση, πλοήγηση, αθλητισμός).

17 Αυγούστου 2007

Η Οπτομετρία στην Ελλάδα σήμερα

Είναι αναγκαίο να σημειωθεί ότι αυτή την στιγμή (ακαδημαϊκό έτος 2006-07) στην Ελλάδα δεν υπάρχει κρατική σχολή αποκλειστικά για το αντικείμενο της «Οπτομετρίας», παρά μόνο για την «Οπτική». Ο κυριότερος λόγος είναι ότι δεν υπάρχει σαφές νομικό πλαίσιο που να αναγνωρίζει και να κατοχυρώνει την άσκηση του επαγγέλματος του οπτομέτρη από το ελληνικό κράτος: το μόνο σίγουρο είναι ότι οι Οπτικοί στην Ελλάδα δεν μπορούν να ασκήσουν Οπτομετρία. Ως αποτέλεσμα, δημιουργείται ένα τεράσιο κενό στο γνωστικό αντικείμενο της πρωτοβάθμιας υγιεινής περίθαλψης της όρασης, το οποίο δεν μπορεί να καλυφθεί από τους Οπτικούς και από τους Οφθαλμίατρους. Ως αντίκτυπο η Ελλάδα, για παράδειγμα, παρουσιάζει το μικρότερο ποσοστό χρηστών Φακών Επαφής και την ισχνότερη «συνταγογράφηση» και εφαρμογή βοηθημάτων χαμηλής όρασης σε ηλικιωμένους που πάσχουν αμφιβληστροειδοπαθειών.

Πάντως, οι Έλληνες απόφοιτοι «Οπτομέτρες» από σχολές του εξωτερικού έχουν ως επί το πλείστον αναγνωριστεί ως Οπτικοί, ώστε να μπορούν να εξασκούν το επάγγελμα του Οπτικού (στις περισσότερες περιπτώσεις στους απόφοιτους Τμημάτων Οπτομετρίας στην Μ.Βρετανία παραχωρείται αυτόματα άδεια άσκησης επαγγέλματος Οπτικού). Πάντως, εδώ και μερικά χρόνια το συνδικαλιστικό όργανο των Οπτικών έχει μετονομαστεί σε «Πανελλήνια Ένωση Οπτικών και Οπτομετρών» με σκοπό να «στεγάσει» και τους Οπτομέτρες, απόφοιτους από σχολές του εξωτερικού.

Είναι αξιοσημείωτο, επίσης, ότι πρόσφατα (ΠΔ 222/06, 19 Οκτωβρίου 2006) το μοναδικό τμήμα Οπτικής στο ΤΕΙ Αθηνών μετανομάστηκε με απόφαση του Συμβουλίου Ανώτατης Τεχνολογικής Εκπαίδευσης (ΣΑΤΕ) σε Τμήμα «Οπτικής και Οπτομετρίας» ενώ ταυτόχρονα εγκρίθηκε πρόταση για ίδρυση ενός δεύτερου Τμήματος «Οπτικής και Οπτομετρίας» στο Παράρτημα του ΤΕΙ Πάτρας στο Αίγιο με στόχο να λειτουργήσει από το Ακαδημαϊκό Έτος 2007-2008.

Βέβαια, είναι σημαντικό να τονιστεί ότι η αλλαγή στην ονομασία του Τμήματος στην Αθήνα δεν φαίνεται να συνοδεύεται από τις απαιτούμενες αλλαγές στην τεχνογνωσία και στο Πρόγραμμα Σπουδών (η Οπτομετρία απαιτεί εκπαίδευση σε χώρους παροχής υπηρεσιών υγείας, όπως Νοσοκομεία και κλινικές). Επιπλέον, η πρόταση για τη δημιουργία δεύτερου Τμήματος πήρε σάρκα και οστά με το σχετικό προεδρικό διάταγμα με αριθμό 226 που δημοσιεύθηκε στο υπ' αριθμόν 227 φύλλο Εφημερίδας της Κυβέρνησης, χωρίς να έχει κατατεθεί σχετικό Πρόγραμμα Σπουδών και ολοκληρωμένη πρόταση μελέτης και εφαρμογής. Είναι κατανοητό ότι η προώθηση δημιουργίας Τμημάτων όπου απουσιάζει οιαδήποτε υποστηρικτική υποδομή (π.χ. Πανεπιστημιακή κλινική Οφθαλμολογίας ή ερευνητικά ινστιτούτα που άπτωνται του αντικειμένου) δεν βασίζεται σε αντικειμενικά και επιστημονικά κριτήρια και ενέχει τον κίνδυνο δημιουργίας νέων θνησιγενών τμημάτων σε ένα αντικείμενο με μεγάλες απαιτήσεις αλλά και μεγάλες επαγγελματικές προοπτικές.

16 Αυγούστου 2007

Η εξέλιξη της νομοθεσίας σχετικά με το επάγγελμα του «Οπτικού»

Ο νόμος που ισχύει αυτή τη στιγμή για την άσκηση του επαγγέλματος του Οπτικού είναι σε ισχύ από το 1979 [Ν. 971/1979 (ΦΕΚ Α΄ 223/22-9-1979) «Περί ασκήσεως του επαγγέλματος του οπτικού και καταστημάτων οπτικών ειδών»]. Ο νόμος περιέγραφε τις επαγγελματικές ικανότητες των οπτικών, οι οποίοι απέκτησαν επαγγελματική εμπειρία με το πέρασμα του χρόνου, ήταν δηλαδή εμπειρικοί οπτικοί.

Αργότερα, το 1989, μετά την ίδρυση του πανεπιστημιακού Τμήματος Οπτικής στο ΤΕΙ Αθηνών, πραγματοποιήθηκε η επίσημη αναγνώριση του επαγγέλματος [Π.Δ. 83/1989 (ΦΕΚ Α΄ 37/7-2-1989): «Επαγγελματικά δικαιώματα πτυχιούχων των τμημάτων: α) Αισθητικής, β) Οδοντοτεχνικής, γ) Εργοθεραπείας, δ) Δημόσιας Υγιεινής, ε) Οπτικής της Σχολής Επαγγελμάτων Υγείας και Πρόνοιας των Τεχνολογικών Εκπαιδευτικών Ιδρυμάτων (ΤΕΙ)»].
Πιο πρόσφατα αναπροσαρμόστηκαν και τα δικαιώματα άσκησης επαγγέλματος Οπτικού σύμφωνα με τις διατάξεις της οδηγίας 89/48 του νόμου Ν. 2646/1998 και του Π.Δ. 165/2000 όπως τροποποιήθηκε και ισχύει με το Π.Δ. 385/2002 [βλ. Ν. 2646/1998 (ΦΕΚ Α΄ 236/20-10-1998): «Ανάπτυξη του Εθνικού Συστήματος Κοινωνικής Φροντίδας και άλλες διατάξεις. Κεφάλαιο Δ΄ (Λοιπές και μεταβατικές διατάξεις) (σελίδα 3467) Άρθρο 27: Τροποποίηση και συμπλήρωση του Ν. 991/1979: Ρύθμιση επαγγελμάτων υγείας. Άδεια οπτικού»].

10 Αυγούστου 2007

Το αντικείμενο της Οπτομετρίας

Η όραση αποτελεί μια από τις σημαντικότερες αισθήσεις του ανθρώπου. Η συμμετοχή της στις καθημερινές απασχολήσεις (εργασία, οδήγηση, αθλητισμός, τέχνες) είναι σημαντική. Στις σύγχρονες κοινωνίες, όπου όλα γύρω μας «κινούνται» σε γρήγορους ρυθμούς, πιστεύεται ότι το 80% των ερεθισμάτων που δέχεται ο άνθρωπος αφορά την αίσθηση της όρασης. Επομένως, η διατήρηση ευκρινούς όρασης σε όλη την διάρκεια της ζωής ενός ανθρώπου αποτελεί έναν από τους σημαντικότερους παράγοντες που συντελούν στην άρτια ποιότητα ζωής του. Αυτό επιβεβαιώνεται από το γεγονός ότι ο άνθρωπος μέσω της εξέλιξης ανέπτυξε ικανότητες όρασης, όπως η έγχρωμη όραση, για την ανίχνευση αντικειμένων στη φύση που ειδάλλως δεν θα ήταν αντιληπτά (είναι εμφανές στη διπλανή εικόνα ότι το μπλε λουλούδι είναι διακριτό μόνο από ένα "θηρευτή" που έχει έγχρωμη όραση).




Είναι συνεπώς κατανοητό ότι το προφίλ των ανθρώπων που ενασχολούνται με την φροντίδα και υγειονομική περίθαλψη των οφθαλμών και γενικά της όρασης (οι Οπτικοί, οι Οπτομέτρες και οι Οφθαλμίατροι) απαιτεί επαγγελματισμό, ακρίβεια και επικοινωνία με τον ασθενή με απώτερο σκοπό την διατήρηση ευκρινούς όρασης που συντελεί στην άρτια ποιότητα ζωής του.

Το επάγγελμα του Οπτικού σχετίζεται με την επιλογή και εφαρμογή κατάλληλων σκελετών οράσεως και την κατεργασία, επιφανειακή επεξεργασία και εφαρμογή διορθωτικών φακών οράσεως και γυαλιών ηλίου με βάση τις εξατομικευμένες ανάγκες των πελατών. Έχουν επίσης την δυνατότητα να εφαρμόζουν φακούς επαφής σε πάσχοντες από διαθλαστικές ανωμαλίες της οράσεως. Οι πτυχιούχοι Οπτικοί μπορούν να εργαστούν ως ελεύθεροι επαγγελματίες ιδρύοντας δικό τους κατάστημα πώλησης οπτικών ειδών, ως υπάλληλοι σε καταστήματα ή σε βιομηχανίες οπτικών ειδών, και, τέλος, ως ακαδημαικό προσωπικό στην εκπαίδευση και στην κατάρτιση.

Σύμφωνα με τον ορισμό του Παγκοσμίου Οργανισμού Οπτομετρών (World Council of Optometry), που αποτελεί την παγκόσμια ομοσπονδία των εθνικών οργανώσεων οπτομετρών, η οπτομετρία αποτελεί αυτόνομο επάγγελμα στον χώρο της Υγείας με εξειδικευμένη εκπαίδευση και κανονισμούς, επίσημα αναγνωρισμένο και κατοχυρωμένο σε ευρωπαϊκές χώρες, όπως η Μ. Βρετανία, η Νορβηγία, η Ολλανδία, η Ισπανία κτλπ. Να σημειωθεί ότι εδώ και λίγα χρόνια έχει δημιουργηθεί και το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Οπτομετρίας και Οπτικής (ECOO-European Council of Optometry and Optics) που αποτελεί την συνομοσπονδία των εθνικών φορέων που εκπροσωπούν του Οπτικούς και τους Οπτομέτρες σε 25 χώρες της Ευρώπης. Οι οπτομέτρες αποτελούν εκπαιδευμένους επαγγελματίες που ασκούν πρωτοβάθμια υγειονομική περίθαλψη των οφθαλμών, αξιολογούν την ύπαρξη ή όχι διαθλαστικού σφάλματος και την ανάγκη χρήσης οφθαλμικών γυαλιών, φακών επαφής και άλλων οπτικών βοηθημάτων, ενώ παράλληλα συνδράμουν στην πρόληψη, διάγνωση και αξιολόγηση οφθαλμολογικών παθήσεων και την αποκατάσταση διαταραχών του συστήματος όρασης. Επίσης έχουν την δυνατότητα να χορηγούν συνταγές για ορισμένα οφθαλμικά φάρμακα. Να σημειωθεί ότι μια πλήρης οφθαλμολογική εξέταση μπορεί να αποκαλύψει άλλες παθολογικές καταστάσεις όπως ο διαβήτης και η υπέρταση. Στην Μ.Βρετανία η φοίτηση των οπτομετρών είναι τριετής, ενώ για την αποφοίτησή τους είναι απαραίτητη η εκπόνηση πρακτικής εκπαίδευσης σε κλινικές/νοσοκομεία και οπτικά καταστήματα για ένα έτος. Οι οπτομέτρες από την στιγμή που αποφοιτήσουν έχουν την δυνατότητα να επιλέξουν σταδιοδρομία στον ιδιωτικό τομέα, σε οφθαλμολογικές κλινικές, νοσοκομεία, σε έρευνα / εκπαίδευση και την ευκαιρία να εξειδικευτούν σε ειδικές παροχές, όπως οι θεραπευτικοί φακοί επαφής, η χαμηλή όραση, και η αθλητική όραση.

Είναι εμφανές ότι το επάγγελμα της Οπτομετρίας αποτελεί τον συνδετικό κρίκο μεταξύ των οπτικών και των χειρουργών οφθαλμιάτρων, οι οποίοι στην πλειοψηφία τους ασχολούνται αποκλειστικά με την αντιμετώπιση «δύσκολων» οφθαλμολογικών περιστατικών και την εφαρμογή φαρμακευτική και χειρουργική αντιμετώπιση παθήσεων του οφθαλμού για την αποκατάσταση της όρασης. Είναι βέβαιο, ότι ο χώρος έχει ανάγκη από περισσότερους επαγγελματίες, γνώστες ειδικευμένων εφαρμογών, ιδιαίτερα λόγω της συνεχούς αύξησης των παιδιών με διαθλαστικό σφάλμα και κυρίως μυωπία και στο μεγαλύτερες ανάγκες των πρεσβυώπων σήμερα και ηλικιωμένων ασθενών με παθήσεις της ωχράς που χρίζουν περίθαλψης.

5 Αυγούστου 2007

Όραση - οφθαλμός - οπτομετρία



Ο Λεονάρντο ντα Βίντσι θεωρούσε την όραση ως την ύψιστη αίσθηση του ανθρώπου, πιστεύοντας ότι τα μάτια μας είναι τα πιο αλάνθαστα αισθητήρια όργανα, τα οποία και παρέχουν άμεσα και ακριβή εμπειρικά δεδομένα. Με αυτό τον τρόπο, για τον Λεονάρντο, κάθε ορατό φαινόμενο γινόταν αντικείμενο της γνώσης, εξισώνοντας την όραση με την αισθητηριακή και νοητική γνώση.


«The eye is the master of astronomy. It makes cosmography. It advises and corrects all human arts....The eye carries men to different parts of the world. It is the prince of mathematics....it has created architecture, and perspective, and divine paintings....it has discovered navigation».


«Ο οφθαλμός (η όραση) είναι ο αφέντης της αστρονομίας. Κατασκευάζει κοσμογραφία. Συμβουλεύει και διορθώνει όλες τις αθρώπινες τέχνες... Ο οφθαλμός (η όραση) ταξιδεύει τους ανθρώπους σε διάφορα μέρη του κόσμου. Είναι ο πρίγκιπας των μαθηματικών....Έχει δημιουργήσει την αρχιτεκτονική, την προοπτική και τα θεσπέσια έργα ζωγραφικής....Έχει ανακαλύψει την πλοήγηση».
Leonardo da Vinci (1459-1519)