5 Δεκεμβρίου 2012

Οι ασκήσεις (visual exercises) με τη βοήθεια υπολογιστή δεν βοηθούν τους πρεσβύωπες !!

Επειδή δημοσιεύματα ακόμα και στο Βήμα Science (δυστυχώς) "Μπορείτε και χωρίς τα γυαλιά σαςσχετικά με τη βελτίωση της όρασης των πρεσβυώπων μέσω ασκήσεων σε υπολογιστή διαβάλλουν την επιστημονική γνώση και πράξη, αναδημοσιεύω ένα δελτίο τύπου από την ECOO. Για όποιον ενδιαφέρεται μπορώ να στείλω και τη σχετική μελέτη.
________________

Press Release: from The European Council of Optometry and Optics (ECOO)

New Research Results published in "Optometry and Vision Science" Vol. 89, No. 8, August 2012 

Read Without Glasses (RWOG) is a training method developed at the Cambridge Institute for Better Vision (Essex, MA), that claims to reduce or eliminate the need for reading glasses. RWOG allegedly enables presbyopic patients to sharpen their near vision through 6 minutes of daily exercises. Patients can purchase the instructional DVD and two reading charts that make up the RWOG programme online.

In order to test the validity of the RWOG hypothesis, Kristine B. Hopkins et al. carried out a study that objectively measured changes in accommodation and near unaided visual acuity (VA) in emmetropic presbyopes using the RWOG programme. They published the results in the American Academy of Optometry journal “Optometry and Vision Science” in August 2012. 

To perform the study, the researchers invited ten emmetropic presbyopic patients, ranging from 50 to 65 years of age, and assessed the quality of their near vision during 2 pretreatment and 2 post-treatment visits. After the second visit, the subjects were provided with the RWOG tool-kit and asked to perform the prescribed RWOG exercises as well as to document the amount of time they used for doing them. The size of the subjects’ pupil was measured at each visit in order to determine whether or not this variable had an impact on near VA. The researchers also interviewed the subjects on their compliance and use of reading glasses after treatment. Visual acuity, accommodative response and pupil size were evaluated through a mixed statistical method. 

Eight out of ten patients completed all four visits required by the study. The final results were based on measurements involving only these eight subjects, of which six were female, five were African America, and three were white. The researchers’ conclusions revealed they detected no significant change, neither clinical nor statistical, in unaided near VA pre- or post-treatment. The pupil size did not change significantly either across the study visits. However, according to a survey run by the research team, 87.5% of subjects reported that their near vision has slightly to significantly improved after the use of the program. 

In conclusion, and despite positive response from participating subjects, the study run by Hopkins et al. demonstrates that the Read Without Glasses Method (RWOG) fails to produce any significant clinical or statistical changes in unaided near VA. Furthermore, the researchers proved that the RWOG therapy shows no clinically significant changes in accommodation at near in presbyopic emmetropes. 

The study on “Objective Measures of the Effects of the ‘Read Without Glasses Method’” was carried out by Kristine B. Hopkins, Caroline B. Pate, and Gerald McGwin, Jr. from the University of Alabama at Birmingham School of Optometry (KBH, CBP), and University of Alabama at Birmingham Department of Epidemiology (GMc), Birmingham, Alabama. It was published in “Optometry and Vision Science”, Vol. 89, No. 8, August 2012. 





Διαθλαστικά σφάλματα: είναι δόκιμοι οι όροι "διαθλαστική μυωπία/υπερμετρωπία"?



H λειτουργική όραση στον άνθρωπο προϋποθέτει το σχηματισμό ενός ευκρινούς ειδώλου στον αμφιβληστροειδή, τον φωτοευαίσθητο χιτώνα στο πίσω μέρος του οφθαλμού. Όπως κάθε οπτικό σύστημα (π.χ. φωτογραφική μηχανή) που «συγκεντρώνει» το φως, έτσι και ο ανθρώπινος οφθαλμός αποτελείται από διαθλαστικές (κυρτές) επιφάνειες (κερατοειδής και κρυσταλλοειδής φακός) με σκοπό την σύγκλιση των ακτινών του φωτός στον αμφιβληστροειδή. Επιπλέον η ευκρινής όραση στους νεαρούς οφθαλμούς εξασφαλίζεται για ένα μεγάλο εύρος αποστάσεων μέσω της διαδικασίας της προσαρμογής, δηλαδή της αύξησης της διαθλαστικής δύναμης του οφθαλμού μέσω της αύξησης της καμπυλότητάς του κρυσταλλοειδή φακού.

Ένας εμμετρωπικός (“εν μέτρο”) οφθαλμός, που αντιστοιχεί σε αυτό που ονομάζουμε «κανονικό» οφθαλμό (βλ. εικόνα δεξιά), είναι αποτέλεσμα της αρμονικής συσχέτισης των παραπάνω διαθλαστικών επιφανειών (κερατοειδής, φακός) με το μέγεθος (αξονικό μήκος) του οφθαλμού, εξασφαλίζοντας ευκρινή μακρινή και κοντινή όραση.

Είναι αρκετά πιθανόν κάποιοι οφθαλμοί να  διαφέρουν από «τον κανόνα», να έχουν για παράδειγμα μεγαλύτερο ή μικρότερο αξονικό μήκος από το «φυσιολογικό» οφθαλμό, με αποτέλεσμα η διαθλαστική ισχύς να μην εξασφαλίζει ευκρινή όραση για όλες τις αποστάσεις. Με άλλα λόγια ο οφθαλμός μπορεί να θεωρηθεί πως είναι πολύ ισχυρός/ασθενής για το μήκος του ή πολύ μακρύς/κοντός για τη συνολική διαθλαστική δύναμή του. Αυτές οι διαθλαστικές καταστάσεις (διαθλαστικά σφάλματα) κατηγοριοποιούνται ως «αμετρωπίες». Υπολογίζεται πως περίπου 800 εκατομμύρια σε όλο τον κόσμο εμφανίζουν κάποιο διαθλαστικό σφάλμα όρασης (2.3 δισεκατομμύρια αν συνυπολογίσουμε και την πρεσβυωπία).

Η «εμμετρωποίηση», ο μηχανισμός που συντονίζει (συνήθως σε ηλικίες μικρότερες των 8 ετών), με τη συμμετοχή γενετικών και περιβαλλοντικών παραγόντων, την ανάπτυξη των συνιστωσών του οφθαλμού για να την επίτευξη της εμμετρωπίας στους περισσότερους οφθαλμούς, είναι πιθανόν να «επέμβει» ώστε να αντισταθμίσει σε κάποιον βαθμό τα διαθλαστικά σφάλματα (π.χ ο κερατοειδής να αναπτυχθεί με λιγότερη ισχύ για να διασφαλίσει ευκρινή εικόνα σε έναν οφθαλμό με μεγαλύτερο του κανονικού αξονικό μήκος).


Είναι δόκιμοι οι όροι "διαθλαστική μυωπία / υπερμετρωπία"?

Εμμετρωπικός (κάτω) και 
μυωπικός (άνω) οφθαλμός.
πηγή: Atchison et al., IOVS (2004)
Στο παρελθόν συνηθίζαμε να κατηγοριοποιούμε τα διαθλαστικά σφάλματα σε α) αξονικά σφάλματα και β) σε σφάλματα διάθλασης. Τα αξονικά διαθλαστικά σφάλματα οφείλονταν στο υπερβολικά μικρό (υπερμετρωπία) ή μεγάλο (μυωπίά) αξονικό μήκος του οφθαλμού, με τη διαθλαστική του ισχύ να θεωρείται ως φυσιολογική. Αντίθετα, τα σφάλματα διάθλασης υποτίθεται ότι είχαν αιτία την εσφαλμένη συνολική διοπτρική ισχύ του οφθαλμού (ισχυρότερη στη μυωπία, ασθενέστερη στην υπερμετρωπία), ενώ το αξονικό του μήκος θεωρούνταν κανονικό.

Ωστόσο, η σχέση μεταξύ του διαθλαστικού σφάλματος και των τιμών των διαφόρων οφθαλμικών παραμέτρων είναι αρκετά σύνθετη, οπότε σήμερα ένας τέτοιος διαχωρισμός θεωρείται αδόκιμος. Για παράδειγμα, σύγχρονες βιομετρικές μελέτες του οφθαλμού έχουν δείξει ότι οι εμμετρωπικοί οφθαλμοί δύναται να έχουν μεγάλες διακυμάνσεις, λόγω του μηχανισμού «εμμετρωποίησης» α) στη διαθλαστική τους ισχύ και β) στο αξονικό τους μήκος, γεγονός που μας οδηγεί στο συμπέρασμα πως είναι δύσκολο να ορίσουμε ένα «φυσιολογικό» αξονικό μήκος ή μια «φυσιολογική» συνολική διοπτρική ισχύ για τον εμμετρωπικό οφθαλμό. 

Από την άλλη, είναι σχεδόν επιβεβαιωμένο σήμερα ότι οι «μικρές» μυωπίες (και υπερμετρωπίες) (μικρότερες των 3D) οφείλονται κυρίως στο εσφαλμένο ταίριασμα μεταξύ του αξονικού μήκους του οφθαλμού με τη συνολική διοπτρική του δύναμη, ενώ μυωπίες μεγαλύτερες των 3D είναι επί το πλείστον αξονικές.