8 Οκτωβρίου 2015

Παγκόσμια ημέρα όρασης: Η έλλειψη οικονομικής ανάπτυξης επιδεινώνει τη συχνότητα των διαταραχών όρασης

Από σημερινή δημοσίευση στο health.in.gr
___________________

Ανισότητες στην πρόσβαση των υπηρεσιών πρόληψης των οφθαλμολογικών παθήσεων, αλλά και έντονη διαφοροποιήση ως προς τα αίτια απώλειας ή μείωσης της όρασης, μεταξύ δυτικού και αναπτυσσόμενου κόσμου, καταγράφουν οι μελέτες. Με αφορμή την Παγκόσμια Ημέρα Όρασης που εορτάζεται σήμερα, ο Μιλτιάδης Τσιλιμπάρης και ο Σωτήρης Πλαΐνης, από Εργαστήριο Οπτικής και Όρασης της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου Κρήτης αναλύουν την οικονομική επίπτωση των προβλημάτων όρασης.

Η Παγκόσμια Ημέρα Όρασης (κατά της Τύφλωσης) γιορτάζεται κάθε χρόνο τη δεύτερη Πέμπτη κάθε Οκτωβρίου, με πρωτοβουλία της Διεθνούς Επιτροπής για την πρόληψη της Τύφλωσης, σε συνεργασία με την Παγκόσμια Οργάνωση Υγείας (WHO). Στόχος των δύο οργανώσεων είναι να στρέψουν το παγκόσμιο ενδιαφέρον στο πρόβλημα της τύφλωσης και τις επιπτώσεις του στον πάσχοντα πληθυσμό και το δημόσια υγεία. 

Το Ευρωπαϊκό Φόρουμ Ενάντια στην τύφλωση ανακοίνωσε το 2013 τα αποτελέσματα μιας μελέτης σε έξι χώρες, η οποία ανέλυσε τις κοινωνικο-οικονομικές προεκτάσεις της τύφλωσης που προκύπτει από τέσσερις παθήσεις της όρασης, αξιολογώντας τη βαρύτητα αυτών στα Συστήματα Υγείας. Η μελέτη διαπίστωσε ότι οι παρεμβάσεις για αυτές τις συνθήκες θα μπορούσε να αντισταθμίσει το συνολικό οικονομικό κόστος των 7 δισεκατομμυρίων ευρώ σε αυτές τις χώρες και των 20 δισεκατομμυρίων ευρώ στις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Τέτοιες παρεμβάσεις περιλαμβάνουν κατάλληλες κινήσεις για την πρόληψη, την έγκαιρη διάγνωση και τη θεραπεία σε παθήσεις όπως ο καταρράκτης, η διαβητική αμφιβληστροειδοπάθεια, το γλαύκωμα και η ηλικιακή εκφύλιση της ωχράς.

Σύμφωνα με τον Παγκόσμιo Οργανισμό Υγείας (WHO), ο αριθμός των «νομικά τυφλών», δηλαδή των ασθενών με μείωση στην οπτική οξύτητα μεγαλύτερη από 95%, υπολογίζoνταν το 2004 σε 39 εκατομμύρια (82% αυτών άνω των 50 ετών), ενώ εκτιμάται ότι θα αγγίξει τα 76 εκατομμύρια το 2020, διπλασιάζοντας τον αριθμό των ατόμων με τύφλωση μέσα σε τρεις δεκαετίες. Έξι φορές μεγαλύτερος (246 εκατομμύρια), όμως, είναι ο αριθμός των ανθρώπων με διαταραχές στην όραση βαριάς ή ήπιας μορφής (63% των οποίων άνω των 50 ετών), οι οποίοι χαρακτηρίζονται ως ασθενείς με χαμηλή όραση. 

Συστηματική ανάλυση δεδομένων που συλλέχθηκαν σε διάστημα 20ετίας σε παγκόσμιο επίπεδο και παρουσιάστηκε πρόσφατα από την ομάδα εμπειρογνωμόνων στην «τύφλωση» (the Vision Loss Expert Group, Bourne et al. 2013) κατέληξε στα εξής ευρήματα: 

Οι κύριες αιτίες «τύφλωσης» παγκοσμίως, από το 1990 έως το 2010 ήταν ο καταρράκτης (36%), τα διαθλαστικά σφάλματα (μη διορθωμένα με γυαλιά ή φακούς επαφής) (20,5%) και η εκφύλιση ωχράς κηλίδας (6%). 

Με διαφορετική ιεραρχία εμφανίζονται οι κύριες αιτίες διαταραχών όρασης βαριάς ή ήπιας μορφής, που οδηγούν στη χαμηλή όραση, όπου τα διαθλαστικά σφάλματα αποτελούν την πρώτη αιτία (52%), ενώ ακολουθούν ο καταρράκτης (22%) και η εκφύλιση της ωχράς κηλίδας (2.5%). 

Αν και οι αιτίες της τύφλωσης διαφέρουν σημαντικά ανά περιοχή, σε παγκόσμιο επίπεδο και σε κάθε γεωγραφική περιοχή, οι γυναίκες εμφανίζουν μεγαλύτερα ποσοστά τύφλωσης ή διαταραχές όρασης βαριάς ή ήπιας μορφής.

Ο αναπληρωτής καθηγητής Οφθαλμολογίας του Πανεπιστημίου Κρήτης (Εργαστήριο Οπτικής και Όρασης) και μέλος της Παγκόσμιας Ομάδας Εμπειρογνωμόνων για Πάθήσεις της Όρασης, Μιλτιάδης Τσιλιμπάρης, τονίζει ότι, «παρά την πρόοδο που έχει σημειωθεί στις χειρουργικές τεχνικές σε πολλές χώρες κατά τη διάρκεια των τελευταίων ετών, σήμερα εκτιμάται ότι στο 80% των παραπάνω περιπτώσεων τύφλωσης, θα μπορούσε να είχε αποφευχθεί και αυτό το ποσοστό αποτελεί στόχο της πρωτοβουλίας 'Δικαίωμα στην Όραση' (Fight for Sight) μέχρι το έτος 2020. Εξαίρεση αποτελεί ίσως η ηλικιακή εκφύλιση της ωχράς κηλίδας, που χαρακτηρίζεται ως η πάθηση των ηλικιωμένων. Η έλλειψη και η ανισότητα της πρόσβασης σε υπηρεσίες πρόληψης και υγιεινής των ματιών σε αυτές τις περιοχές του κόσμου περιορίζει τα οφέλη που θα μπορούσαν οι πάσχοντες να είχαν από τις σύγχρονες ιατρικές εξελίξεις, ενώ εκμηδενίζει τις πιθανότητες πρόληψης».

Στον δυτικο-ευρωπαικό κόσμο τα αίτια παρουσιάζουν διαφορετική κατανομή. Για παράδειγμα μία πρόσφατη δημογραφική μελέτη στη Μ. Βρετανία (Liew et al., 2014) έδειξε ότι οι κυριότερες αιτίες τύφλωσης για περιστατικά που πήραν βεβαίωση τυφλότητας μεταξύ 1 Απριλίου 2009 και 31 Μαρτίου 2010, αποτέλεσαν οι κληρονομούμενες παθήσεις του αμφιβληστροειδή (20,2%), όπως η μελαγχρωστική αμφιβληστροειδοπάθεια, η νόσος του Stargardt και οι δυστροφίες των φωτοϋποδοχέων, η διαβητική αμφιβληστροειδοπάθεια/ωχροπάθεια (14,4%) και οι παθήσεις (ατροφία) του οπτικού νεύρου (14,1%). Οι παθήσεις της ωχράς κηλίδας (π.χ. ηλικιακή εκφύλιση της ωχράς και μυωπική ωχροπάθεια) και το γλαύκωμα, μπορεί να συγκεντρώνουν μικρότερα ποσοστά, 7,3% και 8,6% αντίστοιχα, αλλά αποτελούν διαταραχές όρασης βαριάς ή ήπιας μορφής και το 76% απο τα 191 εκατομμύρια ανθρώπων με διαταραχές όρασης βαριάς ή ήπιας μορφής θα μπορούσαν να προληφθούν ή να θεραπευθούν σε πρώιμα στάδια εκδήλωσής τους.

Ο Δρ Σωτήρης Πλαΐνης, στέλεχος της ερευνητικής ομάδας του Πανεπιστημίου Κρήτης (Εργαστήριο Οπτικής και Όρασης, Ιατρική Σχολή) και επίτιμος λέκτορας του Πανεπιστημίου του Μάντσεστερ, σημειώνει ότι «στα ποσοστά αν και συνυπολογίζονται διαταραχές που μπορεί να οφείλονται σε διαθλαστικά σφάλματα, και κυρίως τη μυωπία που έχει πάρει μορφές επιδημίες στις χώρες της Ανατολικής Ασίας, δεν συμπεριλαμβάνονται σε απλά προβλήματα που αντιμετωπίζουν άτομα με υγιείς οφθαλμούς, λόγω έλλειψης πρόσβασης σε υπηρεσίες πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας οφθαλμολογικής περίθαλψης σε πολλές χώρες του πλανήτη (π.χ. Αφρική κ.λπ.). Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η πρεσβυωπία που εμφανίζεται στην πλειοψηφία του πληθυσμού στην παραγωγική ηλικία των 40-45 ετών, και δυσχεραίνει τις δραστηριότητες που απαιτούν ενδιάμεση και κοντινή όραση, δεν συγκαταλέγεται στις παθήσεις που οδηγούν σε διαταραχές της όρασης. Πρόσφατες έρευνες υπολόγισαν τον παγκόσμιο πληθυσμό των πρεσβυώπων σε 1,2 - 1,5 δισεκατομμύρια, εκτιμώντας σε 600 εκατομμύρια τους πρεσβύωπες που παρουσιάζουν σημαντικά μειωμένη ποιότητα όρασης, λόγω έλλειψης γυαλιών».

Είναι προφανές, ότι η έλλειψη της οικονομικής ανάπτυξης είναι ένας παράγοντας που επιδεινώνει τη συχνότητα εμφάνισης των διαταραχών της όρασης. Για το λόγο αυτό, τα προγράμματα πρόληψης τύφλωσης πρέπει να ασχοληθούν όχι μόνο με τον περιορισμό της τύφλωσης που μπορεί να αποφευχθεί αλλά και με την ταυτόχρονη οικονομική ανάπτυξη. Το κόστος της αποκατάστασης και της περίθαλψης που παρέχεται σε άτομα με προβλήματα όρασης είναι τα πιο προφανή. Λιγότερο εμφανείς, αλλά εξίσου σημαντικές ωστόσο, είναι οι έμμεσες δαπάνες που προκύπτουν από την απώλεια της παραγωγικότητας αυτών των ατόμων.