Οι παρακάτω τοπογραφίες είναι από δύο διαφορετικούς οφθαλμούς (και ασθενείς): ο πρώτος παρουσιάζει υψηλό (αλλά ομαλό και "με τον κανόνα") αστιγματισμό, και ο δεύτερος κερατόκωνο.
Οι διαφορές μεταξύ των δυο τοπογραφιών είναι χαρακτηριστικές. Τα αποτελέσματα, όμως, από το διαθλασίμετρο και τη διάθλαση είναι, όπως αναμενόνταν, παρόμοια, με την οπτική οξύτητα να βελτιστοποιείται με διόρθωση με έναν κύλινδρο με περίπου 5.00D ισχύ και για τους δύο οφθαλμούς. Βέβαια, η βέλτιστη δεκαδική οπτική οξύτητα για τον πρώτο φτάνει περίπου στα 0.9, ενώ για τον δεύτερο στα 0.4 (και με αρκετές παραμορφώσεις ακόμα και για γράμματα μεγαλύτερου μεγέθους).
Είναι απαραίτητο να συνειδητοποιήσουμε ότι στην περίπτωση του κερατόκωνου η παραμόρφωση του κερατοειδή ΔΕΝ αποτελεί αστιγματισμό, αλλά μια εκτασία της κατώτερης επιφάνειάς του (με ταυτόχρονη μικρή επιπέδωση της ανώτερης επιφάνειάς του), που ορίζεται καλύτερα από άλλες μορφές οπτικών “εκτροπών”, όπως το κόμα και το τρεφόιλ. Δυστυχώς, όμως, το διαθλασίμετρο δεν έχει κατασκευαστεί για να μετράει αυτές τις “εκτροπές”, ενώ τόσο οι φακοί από τη δοκιμαστική κασετίνα όσο και οι οφθαλμικοί φακοί που κατασκευάζουμε δεν μπορούν να τις συμπεριλάβουν στη διόρθωση, που είναι αποκλειστικά σφαιρο-κυλινδρική.
Αυτό σημαίνει ότι ακόμα και αν καταφέρουμε να μετρήσουμε με ειδικά διαθλασίμετρα όλες τις εκτροπές του οφθαλμού για την καλύτερη διόρθωση του κερατόκωνου, χρειάζεται μετά να κατασκευάσουμε φακούς (γυαλιά) που θα διορθώνουν τις αντίστοιχες εκτροπές υψηλής τάξης για τη διόρθωση του "ανώμαλου αστιγματισμού”. Μάλιστα, επειδή τα γυαλιά τοποθετούνται σε κάποια απόσταση από τον οφθαλμό είναι ανέφικτο ο διοπτροφόρος να “εστιάζει" μέσα από ένα μόνο σημείο τους. Οπότε κάθε κίνηση των οφθαλμών για επίτευξη περιφερικής όρασης θα απαιτούσε αλλαγή της αρχικής διόρθωσης, η οποία θα αναμένονταν να αλλάζει με το μέγεθος της κόρης (που μεταβάλλεται συνεχώς).
Επομένως, όσο και να εξελίξουν οι κατασκευαστές τους οφθαλμικούς φακούς, είναι σχεδόν ανέφικτο να προσεγγίσουμε τη βέλτιστη διόρθωση της όρασης στον κερατόκωνο με γυαλιά. Αυτό μπορεί να επιτευχθεί μόνο με τη χρήση φακών επαφής από “δύσκαμπτα υλικά”, που “παγιδεύουν" δάκρυα μεταξύ της παραμορφωμένης κερατοειδικής επιφάνειας και του φακού και εξουδετερώνουν σχεδόν κάθε οπτική παραμόρφωση επειδή ο δείκτης διάθλασής τους (1.336) είναι παρόμοιος με αυτόν του κερατοειδή (1.376).
Για να προσφέρετε στους ασθενείς με κερατόκωνο ή/και ανώμαλο κερατοειδή (μετά από τραυματισμό ή μεταμόσχευση κλπ) βέλτιστη όραση χρησιμοποιείστε σκληρούς κερατοειδικούς και σκληρικούς φακούς επαφής, που μπορούν να διορθώσουν στο έπακρο τις εκτροπές στον κερατόκωνο, αρκεί να εξασφαλιστεί η σωστή εφαρμογή τους. Καλύτερη οπτική οξύτητα με αυτούς τους φακούς επαφής αναμένουμε επίσης και στην περίπτωση του ομαλού αστιγματισμού.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου