Δημογραφικές μελέτες στην χώρα μας αλλά και παγκοσμίως οδηγούν στο συμπέρασμα ότι σε λίγα χρόνια τα ηλικιωμένα άτομα θα αποτελούν ένα μεγάλο ποσοστό του πληθυσμού. Παρόλο της επιτυχούς επιβράδυνσης της φυσιολογικής γήρανσης σε σημαντικούς φυσιολογικούς μηχανισμούς, λόγω σημαντικών βελτιώσεων στον τομέα της υγιεινής, της διατροφής και της ιατρικής περίθαλψης, η εμφάνιση της πρεσβυωπίας, δηλαδή της απώλειας της ικανότητάς μας να εστιάζουμε αντικείμενα σε κοντινές αποστάσεις (γνωστή ως "προσαρμογή"), συνεχίζει να γίνεται αισθητή πολύ νωρίς, στις ηλικίες των 40-45 ετών στους "εμμετρωπικούς" οφθαλμούς. Αν αναλογιστούμε ότι ο μέσος όρος προσδοκώμενης διάρκειας ζωής έχει αυξηθεί σημαντικά, ιδιαίτερα τον τελευταίο αιώνα (βλ. παρακάτω πίνακα), τότε είναι προφανές ότι η απώλεια του φυσιολογικού μηχανισμού που οδηγεί στην πρεσβυωπία δεν κατάφερε να ακολουθήσει την "αλυσίδα εξέλιξης" άλλων μηχανισμών.
Ως αποτέλεσμα, η μείωση του εύρους προσαρμογής ενός φυσιολογικού οφθαλμού με την ηλικία δε διαφέρει σχεδόν καθόλου από αυτή που κατέγραψε πριν από 100 περίπου χρόνια ο Donders, ο οποίος κατέληξε ότι το εύρος προσαρμογής, μειώνεται σχεδόν γραμμικά από ένα μέγιστο (~15 D) στην ηλικία των 10 ετών σε 1-2 D στα 50 έτη, ενώ αντικειμενικές μετρήσεις έχουν δείξει ότι η πραγματική αλλαγή στην ισχύ του οφθαλμού "μηδενίζεται" στα 52-53 έτη (βλ. Σχήμα).
Η "Προσαρμογή" επιτυγχάνεται μέσω της αύξησης της διαθλαστικής ισχύς του κρυσταλλοειδούς φακού. Η ενεργοποίηση του μηχανισμού προσαρμογής, ο οποίος έχει επιτυχώς περιγραφεί από τον Helmholtz πριν από 150 χρόνια, παράγει τα απαραίτητα "σήματα" στον στον εγκέφαλο που προκαλούν τη σύσπαση του ακτινωτού μυ και και την χαλάρωση των ινών της ζιννείου ζώνης με τελικό αποτέλεσμα την αύξηση της κυρτότητας των επιφανειών, κι επομένως της διαθλαστικής ισχύς του κρυσταλλοειδή φακού. Όταν κοιτάμε μακρυά, το ακτινωτό σώμα είναι χαλαρό και η μεγάλη διάμετρος της ακτινωτής απόφυσης διατηρεί τις ίνες της ζιννείου ζώνης τεταμένες (βλ. Σχήμα). Αν και δεν έχει διευκρινισθεί με ακρίβεια ο τρόπος συστολής του ακτινωτού μυ και πως επηρεάζει την πίεση που ασκούν οι ίνες στον φακό, είναι γνωστό ότι αυτές οι ίνες επισυνάπτονται στον ισημερινό, στο πρόσθιο και στο οπίσθιο μέρος του περιφακίου. Το αποτέλεσμα των δυνάμεων τάνυσης που ασκούνε οι ίνες στο ελαστικό περιφάκιο, το οποίο αποτελεί το «καλούπι» του φακού, είναι η μείωση στην καμπυλότητα των επιφανειών, την διάμετρο (απόσταση μεταξύ των δύο ισημερινών) και το πάχους του φακού (σε σύγκριση με την in vitro φυσιολογική μορφή του).
Κατά την προσαρμογή ο ακτινωτός μυς συσπάται, μειώνοντας τη διάμετρο της ακτινωτής απόφυσης, με αποτέλεσμα να υποχωρεί η πίεση στις ίνες της ζιννείου ζώνης, οι οποίες χαλαρώνουν (βλ. Σχήμα). Έτσι, το ελαστικό περιφάκιο και ο φακός ανακτούν την πιο κυρτή φυσιολογική τους μορφή, δηλαδή, αυξάνεται η κυρτότητα της πρόσθιας και οπίσθιας επιφάνειας αυξάνεται το πάχος του φακού ενώ η πρόσθια επιφάνεια μετατοπίζεται προς τα εμπρός, πλησιάζοντας τον κερατοειδή (η οπίσθια επιφάνεια παραμένει σχεδόν στην ίδια θέση). Το συνολικό αποτέλεσμα είναι η αύξηση της διοπτρικής δύναμης του φακού, απαραίτητη για την εστίαση κοντινών αντικειμένων. Όταν ο ακτινωτός μυς χαλαρώνει αφότου παύει η προσαρμοστική προσπάθεια, η ένταση των ινών της ζιννείου ζώνης στον ισημερινό του φακού αυξάνεται και πάλι.
Να σημειωθεί ότι η εξέλιξη της πρεσβυωπίας περνά σχεδόν απαρατήρητη έως ότου μειωθεί σημαντικά το εύρος προσαρμογής, περίπου στην ηλικία 40-45 ετών, με αποτέλεσμα να πραγματοποιούνται με δυσκολία εργασίες που απαιτούν ευκρινή κοντινή όραση, π.χ η ανάγνωση, το κέντημα και σε μεγαλύτερες ηλικίες (π.χ. 50) ακόμη και εργασίες που απαιτούν "ενδιάμεση" όραση (π.χ. χρήση υπολογιστή, κινητών συσκευών). Η «εμφάνιση» της πρεσβυωπίας συνήθως παρατείνεται στους μυωπικούς οφθαλμούς. Το μυωπικό μάτι, όταν βρίσκεται σε χαλάρωση, είναι εστιασμένο σε ένα πιο κοντινό σημείο από το οπτικό άπειρο (όπου θεωργτικά εστιάζουν οι "φυσιολογικοί" οφθαλμοί). Επομένως, δεν χρειάζεται να προσαρμόσει για να δει κοντά. Για να μπορέσουν οι "ηλικιωμένοι" μύωπες να δούνε ευκρινώς πλησίον, μπορούν απλά να αφαιρέσουν τα γυαλιά (ή φακούς επαφής) τους. Αντιθέτως οι υπερμέτρωπες αντιλαμβάνονται τα συμπτώματα της ηλικίας νωρίτερα και από τη συμπλήρωση των 40 ετών. Μια πρόσφατη έρευνα υπολόγισε ότι ο αριθμός των πρεσβυώπων, παγκοσμίως σήμερα είναι περίπου 1.2 - 1.5 δισεκατομμύρια, εκτιμώντας σε 600 εκατομμύρια τους πρεσβύωπες που παρουσιάζουν σημαντικά μειωμένη ποιότητα όρασης λόγω έλλειψης γυαλιών. Στην Ελλάδα, τα τελευταία χρόνια παρατηρείται μία σημαντική αύξηση του μέσου όρου ηλικίας του πληθυσμού. Το 2001 περίπου 4.3 εκατομμύρια Έλληνες, το 39.2% του συνολικού πληθυσμού, είχαν ηλικία μεγαλύτερη από 45 έτη.
Περισσότερες πλητροφορίες μπορείτε να βρείτε στα παρακάτω άρθρα:
Πλαΐνης Σ, Παλλήκαρης, ΙΓ (2005). Μηχανισμοί Πρεσβυωπίας. Είναι πιθανή η αναστροφή της με τις υπάρχουσες χειρουργικές τεχνικές; Οφθαλμολογία, 17: 170-178.
Πλαΐνης Σ, Παλλήκαρης, ΙΓ (2005). Χαρακτηριστικά προσαρμοστικής ικανότητας του φακού. Οφθαλμολογικά Χρονικά, 15: 205-218.
Οι απόψεις δεκάδων επιστημόνων σχετικά με την προέλευση, τις επιπτώσεις και την αντιμετώπιση της πρεσβυωπίας συγκεντρώνονται στο βιβλίο "Presbyopia: origins, effects and treatment"
Ως αποτέλεσμα, η μείωση του εύρους προσαρμογής ενός φυσιολογικού οφθαλμού με την ηλικία δε διαφέρει σχεδόν καθόλου από αυτή που κατέγραψε πριν από 100 περίπου χρόνια ο Donders, ο οποίος κατέληξε ότι το εύρος προσαρμογής, μειώνεται σχεδόν γραμμικά από ένα μέγιστο (~15 D) στην ηλικία των 10 ετών σε 1-2 D στα 50 έτη, ενώ αντικειμενικές μετρήσεις έχουν δείξει ότι η πραγματική αλλαγή στην ισχύ του οφθαλμού "μηδενίζεται" στα 52-53 έτη (βλ. Σχήμα).
Η "Προσαρμογή" επιτυγχάνεται μέσω της αύξησης της διαθλαστικής ισχύς του κρυσταλλοειδούς φακού. Η ενεργοποίηση του μηχανισμού προσαρμογής, ο οποίος έχει επιτυχώς περιγραφεί από τον Helmholtz πριν από 150 χρόνια, παράγει τα απαραίτητα "σήματα" στον στον εγκέφαλο που προκαλούν τη σύσπαση του ακτινωτού μυ και και την χαλάρωση των ινών της ζιννείου ζώνης με τελικό αποτέλεσμα την αύξηση της κυρτότητας των επιφανειών, κι επομένως της διαθλαστικής ισχύς του κρυσταλλοειδή φακού. Όταν κοιτάμε μακρυά, το ακτινωτό σώμα είναι χαλαρό και η μεγάλη διάμετρος της ακτινωτής απόφυσης διατηρεί τις ίνες της ζιννείου ζώνης τεταμένες (βλ. Σχήμα). Αν και δεν έχει διευκρινισθεί με ακρίβεια ο τρόπος συστολής του ακτινωτού μυ και πως επηρεάζει την πίεση που ασκούν οι ίνες στον φακό, είναι γνωστό ότι αυτές οι ίνες επισυνάπτονται στον ισημερινό, στο πρόσθιο και στο οπίσθιο μέρος του περιφακίου. Το αποτέλεσμα των δυνάμεων τάνυσης που ασκούνε οι ίνες στο ελαστικό περιφάκιο, το οποίο αποτελεί το «καλούπι» του φακού, είναι η μείωση στην καμπυλότητα των επιφανειών, την διάμετρο (απόσταση μεταξύ των δύο ισημερινών) και το πάχους του φακού (σε σύγκριση με την in vitro φυσιολογική μορφή του).
Κατά την προσαρμογή ο ακτινωτός μυς συσπάται, μειώνοντας τη διάμετρο της ακτινωτής απόφυσης, με αποτέλεσμα να υποχωρεί η πίεση στις ίνες της ζιννείου ζώνης, οι οποίες χαλαρώνουν (βλ. Σχήμα). Έτσι, το ελαστικό περιφάκιο και ο φακός ανακτούν την πιο κυρτή φυσιολογική τους μορφή, δηλαδή, αυξάνεται η κυρτότητα της πρόσθιας και οπίσθιας επιφάνειας αυξάνεται το πάχος του φακού ενώ η πρόσθια επιφάνεια μετατοπίζεται προς τα εμπρός, πλησιάζοντας τον κερατοειδή (η οπίσθια επιφάνεια παραμένει σχεδόν στην ίδια θέση). Το συνολικό αποτέλεσμα είναι η αύξηση της διοπτρικής δύναμης του φακού, απαραίτητη για την εστίαση κοντινών αντικειμένων. Όταν ο ακτινωτός μυς χαλαρώνει αφότου παύει η προσαρμοστική προσπάθεια, η ένταση των ινών της ζιννείου ζώνης στον ισημερινό του φακού αυξάνεται και πάλι.
Να σημειωθεί ότι η εξέλιξη της πρεσβυωπίας περνά σχεδόν απαρατήρητη έως ότου μειωθεί σημαντικά το εύρος προσαρμογής, περίπου στην ηλικία 40-45 ετών, με αποτέλεσμα να πραγματοποιούνται με δυσκολία εργασίες που απαιτούν ευκρινή κοντινή όραση, π.χ η ανάγνωση, το κέντημα και σε μεγαλύτερες ηλικίες (π.χ. 50) ακόμη και εργασίες που απαιτούν "ενδιάμεση" όραση (π.χ. χρήση υπολογιστή, κινητών συσκευών). Η «εμφάνιση» της πρεσβυωπίας συνήθως παρατείνεται στους μυωπικούς οφθαλμούς. Το μυωπικό μάτι, όταν βρίσκεται σε χαλάρωση, είναι εστιασμένο σε ένα πιο κοντινό σημείο από το οπτικό άπειρο (όπου θεωργτικά εστιάζουν οι "φυσιολογικοί" οφθαλμοί). Επομένως, δεν χρειάζεται να προσαρμόσει για να δει κοντά. Για να μπορέσουν οι "ηλικιωμένοι" μύωπες να δούνε ευκρινώς πλησίον, μπορούν απλά να αφαιρέσουν τα γυαλιά (ή φακούς επαφής) τους. Αντιθέτως οι υπερμέτρωπες αντιλαμβάνονται τα συμπτώματα της ηλικίας νωρίτερα και από τη συμπλήρωση των 40 ετών. Μια πρόσφατη έρευνα υπολόγισε ότι ο αριθμός των πρεσβυώπων, παγκοσμίως σήμερα είναι περίπου 1.2 - 1.5 δισεκατομμύρια, εκτιμώντας σε 600 εκατομμύρια τους πρεσβύωπες που παρουσιάζουν σημαντικά μειωμένη ποιότητα όρασης λόγω έλλειψης γυαλιών. Στην Ελλάδα, τα τελευταία χρόνια παρατηρείται μία σημαντική αύξηση του μέσου όρου ηλικίας του πληθυσμού. Το 2001 περίπου 4.3 εκατομμύρια Έλληνες, το 39.2% του συνολικού πληθυσμού, είχαν ηλικία μεγαλύτερη από 45 έτη.
Περισσότερες πλητροφορίες μπορείτε να βρείτε στα παρακάτω άρθρα:
Πλαΐνης Σ, Παλλήκαρης, ΙΓ (2005). Μηχανισμοί Πρεσβυωπίας. Είναι πιθανή η αναστροφή της με τις υπάρχουσες χειρουργικές τεχνικές; Οφθαλμολογία, 17: 170-178.
Πλαΐνης Σ, Παλλήκαρης, ΙΓ (2005). Χαρακτηριστικά προσαρμοστικής ικανότητας του φακού. Οφθαλμολογικά Χρονικά, 15: 205-218.