11 Οκτωβρίου 2018

Παγκόσμια Ημέρα Όρασης (κατά της Τύφλωσης): πληθυσμιακά στατιστικά και ο ρόλος του οπτομέτρη




Η Παγκόσμια Ημέρα Όρασης (κατά της Τύφλωσης) εορτάζεται τη δεύτερη Πέμπτη κάθε Οκτωβρίου, με πρωτοβουλία της Διεθνούς Επιτροπής για την Πρόληψη της Τύφλωσης, σε συνεργασία με την Παγκόσμια Οργάνωση Υγείας (WHO). Στόχος των δύο οργανώσεων είναι να στρέψουν το παγκόσμιο ενδιαφέρον στο πρόβλημα της τύφλωσης και τις επιπτώσεις του στον πάσχοντα πληθυσμό και στη δημόσια υγεία.

Σύμφωνα με την Παγκόσμιo Οργανισμό Υγείας (WHO), ο αριθμός των «νομικά τυφλών», δηλαδή των ασθενών με μείωση στην οπτική οξύτητα μεγαλύτερη από 95%, υπολογίζεται σε 39 εκατομμύρια ενώ έξι φορές μεγαλύτερος (246 εκατομμύρια) είναι ο αριθμός των ανθρώπων με διαταραχές στην όραση βαριάς ή ήπιας μορφής οι οποίοι χαρακτηρίζονται ως ασθενείς με χαμηλή όραση. Ο όρος «χαμηλή όραση» δεν περιγράφει μία συγκεκριμένη πάθηση και δεν ταυτίζεται με την «τύφλωση»: το «χαμηλή» σημαίνει ότι η όραση αυτών των ασθενών είναι χαμηλότερη της φυσιολογικής (κατά ~ 70%) ενώ το «όραση» προσδιορίζει ότι οι ασθενείς με «χαμηλή όραση» δεν είναι τυφλοί. H απώλεια της όρασης είναι συνήθως προοδευτική και πλήττει μια μεγάλη κατηγορία συνανθρώπων μας, όχι μόνο άτομα τρίτης ηλικίας, αλλά επίσης ανθρώπους σε παραγωγική ηλικία ακόμα και μικρά παιδιά που αδυνατούν να εκπληρώσουν τις σχολικές τους δραστηριότητες.

Πληθυσμιακά στατιστικά και δεδομένα

Συστηματική ανάλυση δεδομένων που συλλέχθηκαν σε διάστημα εικοσαετίας σε παγκόσμιο επίπεδο και παρουσιάστηκε πρόσφατα από την ομάδα εμπειρογνωμόνων στην «τύφλωση» (the Vision Loss Expert Group)κατέληξε στα εξής ευρήματα: Οι κύριες αιτίες «τύφλωσης» παγκοσμίως, από το 1990 έως το 2010 ήταν ο καταρράκτης (36%), τα διαθλαστικά σφάλματα (μη διορθωμένα με γυαλιά ή φακούς επαφής) (20.5%) και η εκφύλιση της ωχράς κηλίδας (6%). Με διαφορετική ιεραρχία εμφανίζονται οι κύριες αιτίες διαταραχών όρασης βαριάς ή ήπιας μορφής, που οδηγούν στη χαμηλή όραση, όπου τα διαθλαστικά σφάλματα αποτελούν την πρώτη αιτία (52%), ενώ ακολουθούν ο καταρράκτης (22%) και η εκφύλιση της ωχράς κηλίδας (2.5%). Αν και οι αιτίες της τύφλωσης διαφέρουν σημαντικά ανά περιοχή, σε παγκόσμιο επίπεδο και σε κάθε γεωγραφική περιοχή, οι γυναίκες εμφανίζουν μεγαλύτερα ποσοστά τύφλωσης ή διαταραχές όρασης βαριάς ή ήπιας μορφής.

Μέχρι πρόσφατα, ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας δεν συμπεριλάμβανε το «μή-διορθωμένο» διαθλαστικό σφάλμα στους αιτίες «τύφλωσης» και είναι εμφανές ότι τα μεγάλα ποσοστά εμφάνισής του, όπως και αυτά του καταρράκτη, οφείλονται στην έλλειψης πρόσβασης σε υπηρεσίες πρωτοβάθμιας / οπτομετρικής και δευτεροβάθμιας / οφθαλμολογικής περίθαλψης σε πολλές περιοχές του πλανήτη (π.χ. Αφρική) αλλά δυστυχώς τελευταία, λόγω της παρατεταμένης οικονομικής κρίσης, και στον Δυτικο-Ευρωπαϊκό κόσμο.

Στον δυτικο-Ευρωπαικό κόσμο τα αίτια παρουσιάζουν κάπως διαφορετική κατανομή. Πρόσφατη δημογραφική μελέτη στη Μ. Βρετανία2 έδειξε ότι οι κυριότερες παθήσεις για περιστατικά που έλαβαν βεβαίωση τυφλότητας μεταξύ 1 Απριλίου 2009 και 31 Μαρτίου 2010, αποτέλεσαν οι κληρονομούμενες παθήσεις του αμφιβληστροειδή (20.2%), όπως η μελαγχρωστική αμφιβληστροειδοπάθεια και η νόσος του Stargardt, η διαβητική αμφιβληστροειδοπάθεια (14.4%) και περιστατικά ατροφίας του οπτικού νεύρου (14.1%). Οι παθήσεις της ωχράς κηλίδας και το γλαύκωμα, μπορεί να συγκεντρώνουν μικρότερα ποσοστά, 7.3% και 8.6% αντίστοιχα, αλλά αποτελούν διαταραχές όρασης βαριάς ή ήπιας μορφής και συνήθως οδηγούν σε χαμηλή όραση και όχι σε «νομική τύφλωση».

Αν κι εκτιμάται ότι το 65% από τα 39 εκατομμύρια τυφλών και το 76% από τα 246 εκατομμύρια ανθρώπων με διαταραχές όρασης βαριάς ή ήπιας μορφής θα μπορούσαν να προληφθούν ή να θεραπευθούν σε πρώιμα στάδια εκδήλωσής τους, στις περισσότερες περιπτώσεις η χαμηλή όραση είναι σπάνια αναστρέψιμη, ενώ δεν επιτυγχάνεται σημαντική βελτίωση με τη χρήση συμβατικών μεθόδων διόρθωσης, όπως με γυαλιά οράσεως και φακούς επαφής, ή με χειρουργική επέμβαση.

Βοηθήματα αποκατάστασης χαμηλής όρασης και ο ρόλος του οπτομέτρη

Οι ανωτέρω παθήσεις συνήθως μειώνουν την ποιότητα της κεντρικής όρασης του ασθενή, δυσκολεύοντας βασικές ικανότητες όρασης, όπως η ανάγνωση και η αναγνώριση προσώπων, και σε ορισμένες περιπτώσεις και την περιφερική όραση, που είναι σημαντική στην ανίχνευση αντικειμένων και πιθανών κινδύνων και στον προσανατολισμό μας στον χώρο, ιδιαίτερα σε χαμηλές συνθήκες φωτισμού.

O συνηθέστερος τρόπος για να διευκολυνθεί ο ασθενής με χαμηλή όραση είναι η μεγέθυνση η οποία επιτυγχάνεται με απλές καθημερινές λύσεις όπως ο εξοπλισμός του σπιτιού με αντικείμενα λειτουργικού μεγέθους (πχ. μεγάλα ρολόγια, τηλεοράσεις, καθρέπτες κτλ), είτε με διόρθωση του χρήστη με ισχυρούς συγκλίνοντες φακούς οράσεως ώστε να πλησιάζει πολύ κοντά το αντικείμενο ενδιαφέροντος. Η αποτελεσματικότερη λύση είναι η χρήση μεγεθυντών εικόνας ποικίλων μορφών ενώ ευρεία είναι η χρήση τηλεσκοπικών συστημάτων για μονόφθαλμη συνήθως χρήση, προσαρμοσμένα ή μή σε σκελετό οράσεως αλλά και ηλεκτρονικά συστήματα που σαρώνουν το κείμενο ενδιαφέροντος ενώ παράλληλα το προβάλλουν μεγεθυμένο (έως και 50 φορές) σε συνδεδεμένη οθόνη στην τηλεόραση ή σε φορητή συσκευή.







Είναι γνωστό, επίσης, ότι λόγω της γήρανσης το φως που φτάνει στον αμφιβληστροειδή μειώνεται σημαντικά. Είναι αναμενόμενο, επομένως, να απαιτείται περισσότερο φως για την διεκπεραίωση ορισμένων καθημερινών δραστηριοτήτων, κυρίως στα άτομα με χαμηλή όραση. Για την ενίσχυση του φωτός, διατίθενται σήμερα ειδικές συσκευές ελεγχόμενου φωτισμού με LED που προσαρμόζονται στην υπάρχουσα διόρθωση του χρήστη και διευκολύνουν κοντινές δραστηριότητες όπως ανάγνωση οδηγιών σε μικρά μπουκάλια ή φάρμακα, βίδωμα, πλέξιμο κλπ. Αντιθέτως, σε περιπτώσεις φωτοφοβίας, για τον περιορισμό του ενοχλητικού φωτός, εκτός από τη χρήση ειδικών απορροφητικών γυαλιών ηλίου σε εξωτερικούς χώρους, μπορούν να χρησιμοποιηθούν φακοί με ειδικά απορροφητικά φίλτρα σε εσωτερικούς χώρους ώστε να ελαττώσουν το θάμβος από τη διάχυση του φωτός στον οφθαλμό.


Επίσης, είναι απαραίτητο να κατανοήσουμε ότι τις περισσότερες φορές οι ασθενείς με σχετικά καλή όραση (~30% όραση) είναι πιο αναστατωμένοι και απογοητευμένοι από εκείνους με σοβαρή απώλεια όρασης (~10% όραση), οι οποίοι συνήθως έχουν παρατήσει κάθε δραστηριότητα που απαιτεί λειτουργική όραση. Για αυτό είναι απαραίτητο οι ασθενείς με χαμηλή όραση να ενημερώνονται για τα βοηθήματα από εξειδικευμένους οπτομέτρες και να εξοικειώνονται για τις ιδιαιτερότητές τους πριν απωλέσουν μεγάλο ποσοστό της όρασής τους, ώστε η χρήση τους να επιφέρει τη μέγιστη απόδοση. Τα βοηθήματα χαμηλής όρασης εκτός από εργαλεία ρουτίνας στην καθημερινότητα των ανθρώπων με μειωμένη όραση, αποτελούν μέρος της συνολικής διαδικασίας αποκατάστασης της εναπομείνουσας λειτουργικής όρασης, ιδιαίτερα στις περιπτώσεις όπου δεν υπάρχει βελτίωση από χειρουργική ή φαρμακευτική θεραπεία.

Ο ρόλος του οπτικού-οπτομέτρη είναι απαιτητικός και οπωσδήποτε δε σταματάει στην πώληση μιας εξελιγμένης συσκευής. Δεν είναι λίγες οι περιπτώσεις ασθενών που αγοράζουν βοηθήματα ¨υψηλού κόστους¨ χωρίς να καταφέρουν να τα χρησιμοποιήσουν ποτέ. Σε τοπικό επίπεδο, τόσο η συνεργασία οπτικών-οπτομετρών, οφθαλμιάτρων, κοινωνικών λειτουργών και άλλων επαγγελματιών που σχετίζονται με προβλήματα όρασης για την ανάπτυξη μιας κοινής στρατηγικής, όσο και η επικοινωνία με φορείς και συλλόγους που απαρτίζονται από άτομα με χαμηλή όραση (πχ. Ένωση Αμφιβληστροειδοπαθών, Σύνδεσμοι Τυφλών) είναι επιτακτική για την αφύπνιση των πασχόντων που έχουν εγκαταλείψει κάθε προσπάθεια αποκατάστασης της εναπομείνουσας όρασής τους. Κοινός στόχος όλων θα πρέπει να είναι η κινητοποίηση του ίδιου του ασθενούς με χαμηλή όραση, όσο και του περιβάλλοντός του, για την κατάκτηση της «σταθερότητας» της όρασής του και την κατάλληλη προετοιμασία του για πιθανή «ύφεση» αυτής.


Βιβλιογραφία
1. Bourne RRA, Stevens GA, White RA, Smith JL, Flaxman SR, Price j, Jonas JB, Keeffe G, Leasher J, Naidoo K, Pesudovs K, Resnikoff S, Taylor HR, on behalf of the Vision Loss Expert Group (2013). Causes of vision loss worldwide, 1990–2010: a systematic analysis. Lancet Glob Health 2013; 1: e339–49.

2. Liew G, Michaelides M, Bunce C (2014). A comparison of the causes
 of blindness certifications in England and Wales in working age adults (16–64 years), 1999–2000 with 2009–2010. BMJ Open 2014;4:e004015.

Δεν υπάρχουν σχόλια: